Οι επιστήμονες πρέπει να έχουν την άδεια να τροποποιούν γενετικά τα ανθρώπινα έμβρυα που προορίζονται για εμφύτευση στη μήτρα, προκειμένου να αφαιρούνται ελαττωματικά γονίδια ή να αντικαθίστανται με υγιή και, με αυτό τον τρόπο, να θεραπεύονται κληρονομικές παθήσεις όπως η δρεπανοκυτταρική αναιμία ή η κυστική ίνωση και να μην περνάνε πια από τους γονείς στα παιδιά τους.
Όμως, κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί μόνο υπό δύο προϋποθέσεις: αφενός οι τεχνικές γονιδιακής επεξεργασίας (ιδίως η πανίσχυρη CRISPR-Cas9) να έχουν εξελιχθεί επαρκώς για χρήση σε ανθρώπους και, αφετέρου, να έχουν προηγουμένως τεθεί σε εφαρμογή μέσα από διεθνή συνεργασία αυστηρά κριτήρια, ιατρικά πρωτόκoλλα και το κατάλληλο ρυθμιστικό και εποπτικό πλαίσιο, μετά από ευρύ διάλογο με ειδικούς και την κοινωνία.
Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα της πολυαναμενόμενης κοινής έκθεσης των Εθνικών Ακαδημιών Ιατρικής, Επιστήμης και Μηχανικής των ΗΠΑ, η οποία ανάβει το «πορτοκαλί» φως για την επιφυλακτική και υπό όρους αξιοποίηση των νέων γενετικών τεχνικών στους ανθρώπους. Η 261-σέλιδη μελέτη ξεκαθαρίζει ότι η χρήση αυτή δεν πρέπει να αφορά τη σκόπιμη βελτίωση των γενετικών χαρακτηριστικών του παιδιού (π.χ. την εξυπνάδα ή τη σωματική δύναμή του), κάτι που -σύμφωνα με ορισμένους- παραπέμπει σε ευγονική.
Μια πληθώρα επιστημονικών, βιοηθικών και νομικών ζητημάτων πρέπει να ξεκαθαρισθούν, προτού ανάψει κανονικά το «πράσινο» φως για τη γενετική τροποποποίηση των εμβρύων, εφόσον συντρέχουν σαφείς ιατρικοί λόγοι και μόνο για σοβαρές ασθένειες για τις οποίες δεν υπάρχει ακόμη άλλη θεραπεία.
Προς το παρόν, επιτρέπεται μόνο η τροποποποίηση του DNA των ωαρίων, των σπερματοζωαρίων και των πρώιμων εμβρύων στο εργαστήριο (έως ένα χρονικό σημείο ανάπτυξης του εμβρύου) καθαρά για ερευνητικούς σκοπούς και προκειμένου να βελτιωθούν οι γενετικές τεχνικές.
Πάντως, μετά και τη νέα βαρυσήμαντη έκθεση, που αναμένεται να αποτελέσει «οδικό χάρτη» διεθνώς, η γενετική τροποποίηση των ανθρωπίνων εμβρύων μπαίνει πλέον στη δημόσια ατζέντα και παύει να αποτελεί μια αόριστη πιθανότητα, σύμφωνα με το “Science”, το “Nature” και τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης».
«Μέχρι τώρα μιλούσαμε μόνο υποθετικά και οι περισσότεροι άνθρωποι υπέθεταν ότι ποτέ δεν θά κάναμε κάτι τέτοιο. Τώρα όμως λέμε ότι αυτό είναι επιτρεπτό, αν τηρούνται ορισμένα κριτήρια», δήλωσε η καθηγήτρια νομικής και βιοηθικής ‘Αλτα Κάρο του Πανεπιστημίου του Ουισκόνσιν-Μάντισον, συμπρόεδρος της 22μελούς επιτροπής ειδικών (επιστημόνων, νομικών και βιοηθικών) που συνέταξε την έκθεση.
Από την πλευρά του, ο διάσημος καθηγητής γενετικής Τζορτζ Τσερτς του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, παραδέχθηκε ότι στην πράξη μπορεί να αποδειχθεί δύσκολο να χαράξει κανείς το όριο ανάμεσα στην ιατρική χρήση της γενετικής τροποποίησης και στη βελτίωση του εμβρύου. Για παράδειγμα, η σκόπιμη μείωση του επιπέδου χοληστερίνης ενός εμβρύου είναι παρέμβαση ιατρικού ή ευγονικού χαρακτήρα; Από ποιό σημείο και πέρα η μυική ενδυνάμωση μέσω γονιδιακής παρέμβασης συνιστά βελτίωση και όχι ιατρική παρέμβαση;
‘Αλλοι απογοητεύθηκαν ξεκάθαρα, καθώς θα ήθελαν να υπάρξει μια σαφής απαγόρευση σε μια τέτοια γενετική τροποποίηση, φοβούμενοι ότι ανοίγει τον ασκό του Αιόλου.
«Είμαστε πολύ απογοητευμένοι με την έκθεση. Συνιστά δραματική μετατόπιση από την τωρινή ευρεία διεθνή συμφωνία ότι η τροποποίηση του ανθρωπίνου εμβρύου θα πρέπει να είναι απαγορευμένη» δήλωσε η Μάρσι Νταρνόβσκι, διευθύντρια του Κέντρου Γενετικής και Κοινωνίας του Πανεπιστημίου Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνια. Όπως είπε, ανοίγει ο δρόμος για τις κλινικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής να προσφέρουν μελλοντικά στους πελάτες τους τη δυνατότητα της κατ’ επιλογήν βελτίωσης των βιολογικών -και ίσως όχι μόνο- χαρακτηριστικών του παιδιού τους, δηλαδή τα λεγόμενα «κατά παραγγελία μωρά».
Σχολιάζοντας τη νέα έκθεση, η Βασιλική Εταιρεία επιστημών (η αντίστοιχη Ακαδημία της Βρετανίας) με ανακοίνωσή της την επικροτεί, αναφέροντας ότι «οι πρόσφατες πρόοδοι στην ταχύτητα και στην ακρίβεια των τεχνικών επεξεργασίας του γονιδιώματος έχουν ανοίξει νέες δυνατότητες για τη θεραπεία και την πρόληψη των ανθρωπίνων ασθενειών. Η έκθεση σκιαγραφεί ακριβώς το δυναμικό αυτής της τεχνολογίας».
Παράλληλα, συμφωνεί ότι πρέπει να προηγηθεί ένα ισχυρό πλαίσιο ρύθμισης και εποπτείας, ώστε η όλη διαδικασία να είναι ασφαλής και κοινωνικά αποδεκτή. Κάτι τέτοιο, όπως επισημαίνει, προς το παρόν δεν έχει διασφαλισθεί, γι’ αυτό ζητά να υπάρξει ένας «έντονος διεθνής διάλογος και η δημόσια υποστήριξη σε κάθε βήμα εφεξής».