Σαφείς αιχμές για την πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση προκειμένου να επιτύχει τους δημοσιονομικούς στόχους –δηλαδή την προσπάθεια επίτευξης των στόχων μέσω της αύξησης των φόρων και όχι με τις περικοπές δαπανών– αφήνει η ομάδα το Γραφείο Προϋπολογισμού, στην τριμηνιαία έκθεση για την οικονομία που δόθηκε στη δημοσιότητα.
Αμφισβητεί ευθέως τις προβλέψεις της κυβέρνησης περί επερχόμενης ανάπτυξης ήδη από το δεύτερο εξάμηνο του έτους παραθέτοντας μια σειρά από λόγους για τους οποίους δεν θα επιβεβαιωθούν οι στόχοι περί ανάπτυξης 2,7% για το 2017 και 3,2% για το 2018. Επίσης, στην έκθεση γίνεται σαφής σύνδεσης της εμμονής στην αύξηση των φόρων με τη διαφθορά: «όσο υψηλότερος είναι ο βαθμός της διαφοράς, τόσο μικρότερες είναι οι περικοπές δαπανών σε περιόδους που πρέπει να μειωθούν τα δημοσιονομικά ελλείμματα αναφέρει η έκθεση και συνεχίζει: «Έτσι εξηγείται ένα παράδοξο: Οι κυβερνήσεις ορισμένων χωρών να εφαρμόζουν ένα ελαττωματικό μείγμα πολιτικής ενάντια στην ακαδημαϊκή συναίνεση».
Το γραφείο προϋπολογισμού προειδοποιεί ότι ο «κίνδυνος αποτυχίας του ελληνικού προγράμματος δεν έχει εξαλειφθεί». Όπως αναφέρεται «Παρά τη δέσμευση του πυρήνα της κυβέρνησης να εφαρμόσει το πρόγραμμα προσαρμογής και παρά το γεγονός ότι συγκλίνουν προς αυτό τα περισσότερα κόμματα της αντιπολίτευσης αφού δεν προτείνουν την καταγγελία του, αλλά την καλύτερη εφαρμογή του, ενώ η κοινή γνώμη εξακολουθεί να στηρίζει την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη, η πορεία της χώρας δεν είναι διασφαλισμένη». Ως λόγους τεκμηρίωσης αυτής της θέσης το γραφείο προϋπολογισμού αναφέρει:
– Η ανάκαμψη δεν είναι ορατή. Οι συνιστώσες του ΑΕΠ, κατανάλωση, εξαγωγές και οι επενδύσεις βρίσκονται το πρώτο εξάμηνο 2016 σε καθοδική πορεία. Δεν υπάρχει δείκτης που να επιτρέπει αισιοδοξία, κατ’ αρχάς για τους επόμενους μήνες. Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι μάλιστα η μείωση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών το πρώτο τρίμηνο 2016 κατά 11,7% σε ετήσια βάση. Άλλοι δείκτες δείχνουν ότι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης είναι τουλάχιστον βραδύτερη της αναμενόμενης: Η δυσκολία ουσιαστικής ανάκαμψης των τραπεζικών καταθέσεων, η υποχώρηση της χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα, η πτώση της παραγωγικότητας, η αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο κ.ά., σε συνδυασμό και με τα ανησυχητικά μηνύματα από τον τουρισμό. Αλλά και στο μικροεπίπεδο υπάρχουν δυσοίωνα σημάδια: χρεοκόπησαν μεγάλες εταιρείες, πολλές από τις οποίες άνθισαν στο παρελθόν υπό κρατική προστασία και οιωνεί προστασία. Ταυτόχρονα κλείνουν χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις (κλείνουν περισσότερες από όσες ανοίγουν) ενώ άλλες μεταναστεύουν σε γειτονικές χώρες για να αποφύγουν την υψηλή φορολογία και τους κεφαλαιακούς ελέγχους που επιδεινώνουν την ανταγωνιστικότητά τους. Την εικόνα συμπληρώνει η έξοδος στο εξωτερικό χιλιάδων ειδικευμένων εργαζομένων, κυρίως νέων, ανέργων ή απλά απογοητευμένων από τις προοπτικές. Διαφαίνεται καθαρά ο κίνδυνος να μην ανακάμψει η οικονομία, αλλά να παγιδευτεί σε μια κατάσταση στασιμότητας. Οι προοπτικές είναι τουλάχιστον ασαφείς και μεσοπρόθεσμα. Οι έλεγχοι κεφαλαίων που λειτουργούν ανασχετικά στην οικονομία μάλλον θα αρθούν πλήρως αργότερα από όσο έλπιζε η κυβέρνηση μεταξύ άλλων και λόγω της κατάστασης του τραπεζικού συστήματος («κόκκινα δάνεια» και δυσκολία ουσιαστικής ανάκαμψης των καταθέσεων λόγω γενικότερης αβεβαιότητας).
Στα παραπάνω το γραφείο προϋπολογισμού προσθέτει τα δυσμενή ποιοτικά χαρακτηριστικά των νέων επιχειρήσεων που ιδρύονται και που πάντως είναι λιγότερες από αυτές που κλείνουν. Συναφώς, η ανάκαμψη της οικονομίας δύσκολα θα επιτευχθεί λόγω του «μείγματος πολιτικής» που χαρακτηρίζει το νέο πρόγραμμα. Γεγονός είναι ότι η συμφωνία με τους θεσμούς επιβάλλει και μάλιστα εμπροσθοβαρώς νέα «λιτότητα», δηλαδή μέτρα 3% του ΑΕΠ (αυξήσεις φόρων 1%, μείωση συντάξεων 1%, 0,25% αύξηση του ΦΠΑ κ.ά.) για να επιτευχθεί ο στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα (0,75% ΑΕΠ, 1,5% και 3,5% αντίστοιχα για 2016, 2017 και 2018). Τα φορολογικά μέτρα «αποδίδουν» αμέσως, ενώ οι μεταρρυθμίσεις πραγματοποιούνται μετ’ εμποδίων και, οπωσδήποτε, αποδίδουν αργότερα. Γεγονός είναι ότι τα φορολογικά μέτρα όχι μόνον επιβαρύνουν την κατανάλωση, που αντιπροσωπεύει το 70% της οικονομίας, αλλά και μπορεί να λειτουργήσουν ως αντικίνητρο για επενδύσεις.
– Σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου θα αρχίσουν να επιδρούν αρνητικά οι σημερινές δυσμενείς διαρθρωτικές τάσεις: Η πτώση των επενδύσεων, η απαξίωση μέρους του εργατικού δυναμικού και του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού λόγω μακροχρόνιας ανεργίας («υστέρησης») που μειώνει τη δυνητική ανάπτυξη και η μαζική έξοδος των νέων και περισσότερο ειδικευμένων ανθρώπων. Σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος, ο αριθμός των μονίμως εξερχόμενων Ελλήνων ηλικίας 15-64 ετών, από το 2008 μέχρι σήμερα, ξεπερνά τις 427.000 και η έξοδος επιταχύνθηκε τα τελευταία χρόνια: Το 2013, τριπλασιάσθηκε ο μέσος όρος σε σύγκριση με το 2008 με τους μετανάστες να ξεπερνούν τα 100.000 άτομα, ενώ «σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις το φαινόμενο συνεχίζεται με αδιάπτωτη ένταση το 2014 και οξύνεται πε- ραιτέρω το πρώτο εξάμηνο του 2015». Όπως επισημαίνει η μελέτη, δεν φαίνεται το πότε θα τερματιστεί η διαδικασία εξόδου.
·- Στα προηγούμενα πρέπει να προστεθούν οι αβεβαιότητες που πηγάζουν από τα χρονοδιαγράμματα και τους όρους των Μνημονίων. Τυπικό παράδειγμα ο Αυτόματος Μηχανισμός Δημοσιονομικής Προσαρμογής του Προϋπολογισμού της Γενικής Κυβέρνησης. Θα ενεργοποιείται την Άνοιξη κάθε έτους με βάση έκθεση του Υπουργού Οικονομικών και πρότασή του για σχετικό ΠΔ για τυχόν απόκλιση της εκτέλεσης του προϋπολογισμού από τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος του προηγούμενου έτους. Η κυβέρνηση ελπίζει ότι δεν θα χρειασθεί να τον εφαρμόσει, όμως μπορεί να αναγκασθεί να τον ενεργοποιήσει, πράγμα που θα υπέσκαπτε τις προοπτικές σταθερής ανάκαμψης. Και μπορεί να αναγκασθεί να το κάνει αν σημειωθούν υστερήσεις στα φορολογικά έσοδα (λόγω υψηλών φόρων). Εκτός τούτου, ακόμα και μόνη της η προοπτική ενεργοποίησής του θα επενεργεί αποτρεπτικά σε κατανάλωση και δευτερογενώς σε επενδύσεις!