Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα δεκάδες παιδιά που ζητιάνευαν, εξαφανίζονταν μυστηριωδώς από τους δρόμους της Βαρκελώνης. Το γεγονός ήταν γνωστό σε όλους, όμως επειδή ακριβώς επρόκειτο για παιδιά από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, ο τύπος της εποχής αλλά και οι αρχές δεν ασχολήθηκαν σοβαρά με το θέμα.
Χαρακτηριστική ήταν η δήλωση του δημάρχου της Βαρκελώνης στην οποία υποστήριζε ότι οι φήμες για τις εξαφανίσεις παιδιών ήταν ανυπόστατες και μόνο κακό έκαναν στην πόλη.
Πίσω από αυτές τις περίεργες εξαφανίσεις βρισκόταν μία γυναίκα. Έμεινε γνωστή στην ιστορία ως «Η Βρυκόλακας της Βαρκελώνης».
Ονομαζόταν Enriqueta Marti και είχε έρθει στην πόλη για να ξεκινήσει μια νέα ζωή. Γεννήθηκε το 1868 στην Καταλανία της Ισπανίας. Σε πολύ νεαρή ηλικία μετακόμισε στη Βαρκελώνη, όπου εργαζόταν ως νταντά σε διάφορες ευκατάστατες οικογένειες.
Ήταν όμορφη και ονειρευόταν τη μεγάλη ζωή. Δεν άργησε να συνειδητοποιήσει ότι μπορούσε να βγάζει περισσότερα χρήματα, αρκεί να παρείχε κι άλλες υπηρεσίες στους κυρίους των σπιτιών που εργαζόταν.
Μέσα σε λίγο καιρό είχε αποκτήσει τη φήμη της πιο ακόλαστης πόρνης.
Το 1895 παντρεύτηκε έναν καλλιτέχνη, τον ζωγράφο Joan Pujalo. Ο γάμος – εισιτήριο στην μεγάλη ζωή δεν θα διαρκέσει πολύ. Το άσβεστο ενδιαφέρον της Enriqueta για τους άντρες, η ακόλαστη ζωή της και οι ασταμάτητες επισκέψεις της στους χώρους της προηγούμενης δουλειάς της θα οδηγήσουν στο γρήγορο τέλος του.
Παρόλο που, πλέον, ήταν μια παντρεμένη γυναίκα, η Enriqueta δεν ήταν διατεθειμένη να διαγράψει το «ένδοξο» παρελθόν της και συνέχισε να επισκέπτεται τα πορνεία και να συναναστρέφεται με τον υπόκοσμο της πόλης. Το ζευγάρι χωρίζει και η Enriqueta αρχίζει μία διπλή ζωή.
Το πρωί ζητιάνα, το βράδυ πόρνη
Τα πρωινά ζητιάνευε στους δρόμους ή σύχναζε σε άσυλα απόρων, μοναστήρια και εκκλησίες. Ντυμένη με κουρέλια και κρατώντας συχνά από το χέρι μικρά παιδιά, που δεν ήταν δικά της ζητούσε οικονομική βοήθεια. Η εικόνα μιας φτωχής μάνας που ζητιανεύει για τα παιδιά της, έκανε τους κατοίκους της Βαρκελώνης να ανοίγουν πρόθυμα τα πορτοφόλια τους. Αργότερα, αυτά τα παιδιά, θα τα εξέδιδε ή θα τα δολοφονούσε. Δεν είχε καμία απολύτως ανάγκη να ζητιανεύει. Ως προαγωγός παιδιών και πόρνη, κέρδιζε αρκετά ώστε να ζει πλουσιοπάροχα.
Όταν νύχτωνε έβγαζε από πάνω της τα κουρέλια και ντυμένη με λούσα, καπέλα και φτερά σύχναζε σε μέρη που τα προτιμούσε η υψηλή κοινωνία για να προσφέρει τις υπηρεσίες της.
Σ’ αυτούς τους κύκλους ήταν που άρχισε την καριέρα της ως προαγωγός μικρών παιδιών. Μόλις κέρδισε μερικά χρήματα άνοιξε τη δική της επιχείρηση, το δικό της πορνείο.
Σε μία κακόφημη συνοικία της Βαρκελώνης, στο πορνείο της Enriqueta εκδίδονταν παιδιά ηλικίας 3 έως 14 ετών. Συγκεκριμένα, εξέδιδε σε πλούσιους πελάτες, παιδιά τα οποία γνώριζε το πρωί που ζητιάνευε ενώ αργότερα θα τα σκότωνε για έναν απίστευτο λόγο…
Πελάτες της ήταν άνδρες από τα υψηλότερα κοινωνικά στρώματα της πόλης, ηχηρά ονόματα του πολιτικού και οικονομικού κόσμου με διεστραμμένες ορέξεις, βίτσια και υπερβολικά φουσκωμένα πορτοφόλια. Αυτό εξηγεί και το λόγο που όταν οι αστυνομικοί ανακάλυψαν το πορνείο της Enriqueta αρκέστηκαν στο να το κλείσουν ενώ η ίδια αφέθηκε ελεύθερη και μπορούσε να συνεχίσει τις παράνομες δραστηριότητές της.
Προαγωγός και μάγισσα
Η Enriqueta Marti ήταν μια δαιμόνια γυναίκα. Είχε καταφέρει να έχει στο χέρι τους άντρες της αφρόκρεμας της Βαρκελώνης, ικανοποιώντας τις διαστροφές και τα βίτσια τους. Έπρεπε όμως να κάνει κάτι και με τις γυναίκες και κάπως έτσι ανέπτυξε ακόμα μια δραστηριότητα, αυτή της μάγισσας. Αποσπούσε αδρά χρηματικά ποσά από τις κυρίες της καταλονικής αφρόκρεμας χάρη στα μαγικά φίλτρα της.
Τα υλικά με τα οποία κατασκεύαζε τα γιατροσόφια της ήταν σπάνια και δυσεύρετα.
Γρήγορα, όμως, κάποιες πελάτισσες ανακάλυψαν μυστικά των συνταγών της και εκείνη για να μην τις χάσει από πελάτισσες έπρεπε να ανανεώσει την πραμάτεια της.
Τότε ήταν που ξεκίνησε να δολοφονεί πολύ μικρά παιδιά, από τα οποία αποσπούσε μέχρι και το μυελό των οστών για να παρασκευάσει τις συνταγές της διατυμπανίζοντας πόσο πρωτοποριακές είναι.
Η Enriqueta χρησιμοποιούσε τα πτώματα των παιδιών για να φτιάξει κρέμες και φάρμακα για τις αρρώστιες της εποχής. Αφού έπινε το αίμα τους, άλεθε σε ένα γουδί τα κόκαλα, το λίπος και τις τρίχες των πτωμάτων και δημιουργούσε αλοιφές, τις οποίες πουλούσε σε πλούσιους πελάτες ως φάρμακα για τη φυματίωση. Τα φάρμακά της έγιναν περιζήτητα στην υψηλή κοινωνία.
Έφτιαχνε φίλτρα τα οποία υποτίθεται μπορούσαν να θεραπεύσουν αρρώστιες, να κάνουν στείρες γυναίκες γόνιμες, να μαγέψουν άντρες και ό,τι άλλο μπορούσε να φανταστεί κανείς.
Η απαγωγή της Teresita Guitart
Τον Φεβρουάριου του 1912, οι κάτοικοι της Βαρκελώνης είχαν θορυβηθεί από την εξαφάνιση της 5χρονης Teresita Guitart. Στις 10 Φεβρουαρίου του 1912, η μητέρα της Teresita, σταμάτησε έξω από την πόρτα του σπιτιού τους και έπιασε την κουβέντα με μία γειτόνισσα. Άφησε για λίγο το χέρι της μικρής και σε λίγα λεπτά το παιδί είχε εξαφανιστεί.
Επί δύο βδομάδες η αστυνομία αναζητούσε το κορίτσι. Μια ημέρα, μια γειτόνισσα της Enriqueta, είδε ένα κορίτσι με κοντά μαλλιά να στέκεται στο παράθυρο του διαμερίσματος της και να κοιτάει τον δρόμο. Αργότερα, είδε την Enriqueta και τη ρώτησε εάν ήταν το παιδί της. Η Enriqueta της έκλεισε το παράθυρο δίχως να πει λέξη. Η γειτόνισσα θορυβήθηκε λίγο από αυτή την συμπεριφορά κι έτσι ενημέρωσε έναν γνωστό της και εκείνος με την σειρά του τις αρχές.
Η αστυνομία έκανε έφοδο στο διαμέρισμα της και βρήκε την μικρή Teresita και ένα ακόμα κορίτσι, που ονομαζόταν Angelita. Σε έναν δρόμο κοντά στο σπίτι βρήκαν την Enriqueta να ζητιανεύει και τη συνέλαβαν. Η Teresita είπε στους αστυνομικούς ότι η γυναίκα την πήρε από το χέρι και της υποσχέθηκε ότι θα της αγόραζε καραμέλες. Στη συνέχεια την πήγε σπίτι της, την κούρεψε και της έδωσε νέο όνομα. Της είπε ότι εκείνη θα ήταν πλέον η μητέρα και της απαγόρευε να πλησιάζει τα παράθυρα του σπιτιού. Το κορίτσι ανέφερε στους αστυνομικούς ότι είχε δει στο διαμέρισμα μια τσάντα με ματωμένα ρούχα και ένα μαχαίρι.
Το δεύτερο κορίτσι που βρέθηκε στο διαμέρισμα ονομαζόταν Angelita και βρισκόταν στο διαμέρισμα πριν τη Teresita. Όπως είπε στην αστυνομία, είχε δει την Enriqueta να σκοτώνει στην κουζίνα ένα πεντάχρονο αγόρι. Οι αστυνομικοί βρήκαν στο διαμέρισμα βρώμικα ρούχα και κόκαλα που ανήκαν σε μικρά παιδιά.
Η δολοφόνος είχε χτίσει ψεύτικους τοίχους, όπου έκρυβε τα ίχνη από τα πτώματα, ενώ σε ένα κλειδωμένο δωμάτιο του σπιτιού, υπήρχαν πενήντα δοχεία, τα οποία ήταν γεμάτα με λίπος, αίμα, τρίχες, σκελετούς χεριών και σκόνη από κόκαλα.
Η σύλληψη
Όταν οι αστυνομικοί τη συνέλαβαν και έγινε γνωστή η δράση της ένα οργισμένο πλήθος ξεχύθηκε πάνω της.
Η Enriqueta έγινε γνωστή στην Ισπανία με την ονομασία «Η Βρυκόλακας της Βαρκελώνης». Αυτό που προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερη οργή στην κοινωνία ήταν η κυνικότητα με την οποία διέπραττε τα εγκλήματά της. Δεν δολοφονούσε τα παιδιά επειδή έπασχε από κάποια ψυχική διαταραχή αλλά για να κατασκευάζει φίλτρα και φάρμακα και να βγάζει χρήματα.
Η ίδια έλεγε ότι ήταν θεραπεύτρια και χρησιμοποιούσε τα παιδιά ως πρώτη ύλη για τα φάρμακά που παρήγαγε.
Διέπραξε συνολικά 12 δολοφονίες. Όλα τα θύματα ήταν μικρά παιδιά και βρέφη. Ο αριθμός των θυμάτων της δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια αλλά υπολογίζεται ότι όσο βρισκόταν στη Βαρκελώνη σκότωσε περισσότερα από 12 παιδιά.
Δεν πρόλαβε να περάσει από δίκη, καθώς λίγους μήνες μετά τον εγκλεισμό της στις φυλακές, οι συγκρατούμενοι της τη λίντσαραν και την σκότωσαν στο κελί της στις 12 Μαΐου του 1913. Θάφτηκε, με μεγάλη μυστικότητα, ε ομαδικό τάφο στη Βαρκελώνη.