Βλέποντας τη μάχη στο εσωτερικό να χάνεται ημέρα με την ημέρα και τη δυσαρέσκεια λόγω των νέων μέτρων να γενικεύεται, η κυβέρνηση στρέφεται πλέον στην αναζήτηση «θετικών ειδήσεων» από το εξωτερικό.
Με δεδομένη την αντίδραση της γερμανικής πλευράς να ανοίξει τώρα οποιαδήποτε συζήτηση για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους η ελληνική πλευρά ρίχνει στο τραπέζι δύο συγκεκριμένα μέτρα τα οποία –με βάση τις ελληνικές μετρήσεις- καθιστούν το ελληνικό χρέος «βιώσιμο» και επιτρέπουν όχι μόνο τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα αλλά και την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Οι δύο βασικές διεκδικήσεις αφορούν στη μείωση των επιτοκίων δανεισμού αλλά και στη χρονική επέκταση των δανείων που έχουν δοθεί από τον EFSF. Αποδοχή των ελληνικών προτάσεων –έστω και με τη λογική της… υποσχετικής με την έννοια ότι τα δύο αυτά μέτρα θα ενεργοποιηθούν εφόσον εκπληρωθούν όλες οι υποχρεώσεις του 3ου μνημονίου- θα επιτρέψει και τη μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα για την περίοδο μετά το 2018.
Τα δύο μέτρα που διεκδικεί η ελληνική πλευρά, περιέγραψε με σαφήνεια κατά την πρόσφατη ομιλία του στη Βουλή, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης αποφεύγοντας βέβαια να αναφερθεί σε νούμερα και ποσοτικοποιήσεις. Ο κ. Χουλιαράκης, φρόντισε να κρατήσει χαμηλά τον πήχη. Δήλωσε ουσιαστικά ότι δεν περιμένει να ενεργοποιηθούν τα μέτρα για το χρέος «εδώ και τώρα» και ότι θα ήταν αρκετό οι ζητούμενες παρεμβάσεις να εξειδικευτούν τώρα ώστε όταν θα υλοποιηθούν –σε κάθε περίπτωση μετά το 2018 και το τέλος του 3ου μνημονίου- να καθιστούν βιώσιμο το ελληνικό χρέος. Κατά την ελληνική πλευρά, οι αγορές πρέπει να μάθουν από τώρα ότι υπάρχει λύση να γίνει βιώσιμο το χρέος καθώς θα μπορέσουν να προεξοφλήσουν την επιτυχή ολοκλήρωση του 3ου μνημονίου και να αγοράσουν εκ νέου ελληνικά ομόλογα περιορίζοντας έτσι τις πιθανότητες για ένα τέταρτο μν 00004000 ημόνιο. Ποια είναι τα δύο μέτρα που ζητάει η Ελλάδα:
1. Η μείωση του κινδύνου των επιτοκίων μετά την ολοκλήρωση του 3ου μνημονίου. Αυτό το μέτρο, οδηγεί σε σημαντική βελτίωση της πορείας του χρέους αλλά από μόνο του δεν καθιστά το χρέος βιώσιμο, σύμφωνα με τα όσα είπε ο κ. Χουλιαράκης. «Το χρέος παραμένει μη βιώσιμο, ενώ μειώνεται το απόθεμα χρέους ως προς το ΑΕΠ σταδιακά σε χρονικό ορίζοντα 40 ετών. Παραμένει όμως πάνω από το 100% και αντίστοιχα οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες ξεπερνούν το 15% σχετικά νωρίς, γύρω στο 2030 και το 20%στα μέσα της δεκαετίας 2030».
2. Η χρονική επέκταση των δανείων του EFSF είναι που καθιστά, σύμφωνα με την ελληνική πλευρά, βιώσιμο το ελληνικό χρέος. Αν και δεν αναφέρθηκε σε συγκεκριμένες παραμέτρους, ο κ. Χουλιαράκης υποστήριξε ότι η ελληνική πλευρά έκανε μια μετριοπαθή ποσοτικοποίηση βάση της οποίας «το απόθεμα του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώνεται σταθερά και σημαντικά κάτω από το 100% και σε ορίζοντα 40 χρόνων πλησιάζει το 80% του ΑΕΠ, όσο και οι ακαθάριστες ανάγκες εξυπηρέτησης παραμένουν κάτω από το 15% μέχρι τα μέσα του 2030 και κάτω από το 20% για το υπόλοιπο διάστημα»
Αυτά τα δύο μέτρα –τα οποία βεβαίως θα πρέπει να ποσοτικοποιηθούν και να εξειδικευτούν ώστε να φανεί ποιο θα είναι το κόστος μείωσης του επιτοκιακού κινδύνου και ποιος θα το αναλάβει αλλά και μέχρι πότε θα επιμηκυνθούν τα δάνεια του EFSF- δημιουργούν κατά την ελληνική πλευρά τις προϋποθέσεις και για μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα ώστε να δημιουργηθεί «δημοσιονομικός χώρος για να μειωθούν φόροι και ασφαλιστικές εισφορές». Μείωση του στόχου του πλεονάσματος κατά μια μονάδα, εξασφαλίζει πόρους της τάξεως των δύο δις. ευρώ σε ετήσια βάση.