Γράφει ο Χρήστος Παπάζογλου
Μπορεί το αγροτικό ζήτημα να έρχεται στην επικαιρότητα κάθε φορά που πραγματοποιούνται αγροτικές κινητοποιήσεις και οι αγρότες διαμαρτύρονται διεκδικώντας λύση στα αιτήματά τους, όμως αποτελεί ή τουλάχιστον θα έπρεπε να αποτελεί βασικό ζήτημα της κοινωνίας και της ελληνικής οικονομίας.
Ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο στον πρωτογενή τομέα, μια διαφορετική διαχείριση της γης και των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας κι ένα διαφορετικό επιχειρηματικό μοντέλοείναι τώρα περισσότερο αναγκαία από ποτέ.
Πλην του τουρισμού, ο πρωτογενής τομέας θα έπρεπε να αποτελεί τη βαριά βιομηχανία της χώρας, στην οποία οι εκάστοτε κυβερνήσεις της χώρας θα πρέπει να ενσκήπτουν και να υποστηρίζουν.
Όχι γιατί οι αγρότες βγήκαν και πάλι στους δρόμους, αλλά γιατί είναι ο τομέας που η Ελλάδα λόγω της μορφολογίας και του κλίματός της μπορεί να κάνει την διαφορά και να στηρίξει την οικονομία της.
Η αλήθεια είναι ότι σε συντριπτικό βαθμό τα αιτήματα των αγροτών έχουν μείνει ανικανοποίητα και η κατάσταση των αγροτών επιβαρύνεται εξαιτίας της υπερφορολόγησης και του ασφαλιστικού. Το πρόβλημα θα επιδεινώνεται όσο δεν λαμβάνονται σοβαρές αποφάσεις και δεν υλοποιούνται οι αγροτικές μεταρρυθμίσεις που θα μετατρέψουν τους αγρότες από απλούς παραγωγούς σε επιχειρηματίες, που θα προωθήσουν τα προϊόντα τους στην παγκόσμια αγορά.
Έως σήμερα οι αγρότες αντιμετωπίζονται απλά και μόνο ως μια διαμαρτυρόμενη συντεχνία και όχι ως μια επαγγελματική ομάδα η οποία μπορεί να συνεισφέρει στην έξοδο από την κρίση με την ουσιαστική ενδυνάμωση των εξαγωγών μας. Η προσέγγιση αυτή απαιτεί μια εντελώς διαφορετική στρατηγική από όσες έχουν ακουστεί ή εφαρμοστεί έως τώρα.
Η μείωση των φορολογικών συντελεστών θεωρείται αυτονόητη για να επέλθειη πολυπόθητη ανάπτυξη. Οι προτάσεις της Νέας Δημοκρατίας κινούνται προς τη θετική κατεύθυνση, καθώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δεσμευθεί για:
- Τη μείωση του συντελεστή ΦΠΑ από το 24% στο 13% για τα αγροτικά εφόδια και τις ζωοτροφές.
- Την κατάργηση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στο κρασί.
- Τη μείωση, μεσοσταθμικά, του ΕΝΦΙΑ κατά 30% εντός 2 ετών (20% τον πρώτο χρόνο, και 10% τον δεύτερο).
- Τη μείωση του φορολογικού συντελεστή στα αγροτικά επιχειρηματικά κέρδη από το 29% στο 20% εντός 2 ετών (στο 24% τον πρώτο χρόνο και στο 20% τον δεύτερο).
Η μείωση των φορολογικών συντελεστών είναι το ένα βήμα. Το άλλο θα πρέπει να είναι οι ομαδικές συνέργειες, οι οποίες θα προσδώσουν δύναμη στην παραγωγή επώνυμωναγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων ανά περιοχή και η δημιουργία επενδύσεων θαβελτιώσει την ανταγωνιστικότητα των καλλιεργειών. Το προβλέπει άλλωστε, το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο και επιβάλλουν οι συνθήκες της αγοράς.
Ένας τρίτος άξονας θα πρέπει να είναι η απρόσκοπτη πρόσβαση σε τραπεζικές δανειοδοτήσεις. Η επαρκής χρηματοδότηση των αγροτών σε συνδυασμό με την άμεση ασφαλιστική κάλυψη των ζημιών στις καλλιέργειες λόγω καιρικών συνθηκών, θα ενισχύσει την ίδια την αγροτική επιχειρηματικότητασε συνδυασμό βεβαίως, με την παροχή κινήτρων για την αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων.
Τέταρτον, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερο βάρος στην εκπαίδευση για τη χρήση καινοτόμων τεχνικών παραγωγής, αλλά και σε θέματα προώθησης καιπροβολής των παραγόμενων προϊόντων, με ταυτόχρονη υποστήριξη δράσεων προώθησης –προβολής μέσω χρηματοδοτικών εργαλείων με στόχο τις εξαγωγές.
Τέλος, θα πρέπει να υπάρξει επιτάχυνση και ολοκλήρωση της διαδικασίας καθορισμού χρήσεων γης ανά περιοχή.
Οι παραπάνω προτάσεις μπορεί να είναι η αρχή για να αντιμετωπιστεί η αγροτική παραγωγή, σε μια νέα σοβαρή βάση. Και ασφαλώς δεν είναι οι μόνες. Οι αγρότες θα πρέπει να τις διεκδικήσουν και να τις πετύχουν. Μόνο τότε θα σταματήσουν να γίνονται αντικείμενο κομματικής εκμετάλλευσης και θα μπορέσει να υπάρξει μέλλον για τους ίδιους, αλλά κυρίως για τη νέα γενιά αγροτών και τελικά για την ελληνική οικονομία.