Το 10% των συστάσεων του ΟΟΣΑ προς την ελληνική κυβέρνηση αφορά σε απαρχαιωμένες διατάξεις που δεν ισχύουν πλέον και προκαλούν νομική αβεβαιότητα, δήλωσαν κυβερνητικά στελέχη στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων. Οι διατάξεις αυτές πλέον καταργούνται, όπως σημείωσαν, ενισχύοντας την ασφάλεια δικαίου και διευκολύνοντας την απόδοση δικαιοσύνης, ενώ όπως υπογράμμισαν τα ίδια στελέχη, ήδη η κυβέρνηση έχει υιοθετήσει περίπου το ένα τρίτο των νέων συστάσεων του ΟΟΣΑ.
Η έκθεση περιλαμβάνει την ανάλυση των πέντε τομέων που κάλυψε το έργο (ηλεκτρονικό εμπόριο, κατασκευές, μεταποίηση χημικών και φαρμακευτικών προϊόντων, μέσα μαζικής ενημέρωσης και χονδρεμπόριο) και τις σχετικές συστάσεις του οργανισμού για τη βελτίωση του ανταγωνισμού σε αυτούς.
Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) ολοκλήρωσε και θα παραδώσει στην ελληνική κυβέρνηση τη Δευτέρα, σε ειδική τελετή, την έκθεση του έργου «Εντοπισμός και Άρση Κανονιστικών Εμποδίων στον Ανταγωνισμό στην Ελληνική Οικονομία».
Σύμφωνα με πληροφορίες, η προσαρμογή αφορά στα εξής παρακάτω:
Πέντε μέτρα υπέρ του καταναλωτή
-Μέχρι σήμερα σε κάθε αγορά τους οι καταναλωτές έχουν διετή εγγύηση εκ του νόμου (νόμιμη εγγύηση). Δεν ήταν σαφές αν οι έμποροι υποχρεούνταν να προσφέρουν και πρόσθετη εγγύηση (εμπορική εγγύηση). Υπήρχε σύγχυση αυτών των δύο εννοιών και ο καταναλωτής συχνά κατέληγε να πληρώνει και για τις δύο εγγυήσεις.
Αυτό πλέον καταργείται. Αποσαφηνίζεται ότι όλα τα αγαθά καλύπτονται από δωρεάν διετή εγγύηση που υποχρεούται να προσφέρει κάθε έμπορος. Ταυτόχρονα, όμως, οι έμποροι δεν είναι υποχρεωμένοι να προσφέρουν περαιτέρω εγγύηση, διευκολύνοντας και τη δική τους θέση, καθώς σε πολλές περιπτώσεις έμποροι καλούνταν να προσφέρουν εγγύηση για αγαθά που ο κατασκευαστής τους δεν προσέφερε εγγύηση. Σε κάθε περίπτωση, θα διασφαλιστεί η πλήρης ενημέρωση του καταναλωτή σχετικά με την ύπαρξη ή όχι εμπορικής εγγύησης.
-Oι προηγούμενες κυβερνήσεις ενσωμάτωναν κοινοτικές οδηγίες στο εθνικό δίκαιο, υιοθετούσαν διαφορετικούς ορισμούς, με αποτέλεσμα σήμερα να υπάρχουν επικαλύψεις και αντιφάσεις. Αυτό συχνά οδηγούσε σε συγκρούσεις μεταξύ παραγωγών, καταναλωτών και εμπόρων, που κατέληγαν στα δικαστήρια. Η έννοια του καταναλωτή αποσαφηνίζεται, προσαρμοζόμενη στις σύγχρονες ανάγκες. Διευκολύνεται έτσι η αποσυμφόρηση της Δικαιοσύνης και περιορίζονται οι εστίες έντασης στην αγορά.
-Ο εκσυγχρονισμός του θεσμικού πλαισίου στο εμπόριο βοηθά ιδιαίτερα στην περαιτέρω ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου, ο τζίρος του οποίου πέρσι ξεπέρασε τα 4,5 δισ. ευρώ και βαίνει διαρκώς αυξανόμενος.
-Μέχρι σήμερα επιτρέπεται η ύπαρξη μόνο μίας κεντρικής αγοράς (κρέατος, φρούτων, λαχανικών και αλιευμάτων) σε Αθήνα και Θεσ/νικη και κεντρικές αγορές ιδρύονταν μόνο με υπουργικές αποφάσεις.
Πλέον διευρύνονται οι δυνατότητες δημιουργίας ιδιωτικών χονδρεμπορικών αγορών, χωρίς να επηρεάζονται οι υπάρχουσες αγορές και ο δημόσιος χαρακτήρας τους. Παράλληλα ρυθμίζεται το πλαίσιο οργάνωσης και λειτουργίας των ιδιωτικών αγορών, ώστε να προστατεύεται αποτελεσματικά το δημόσιο συμφέρον (ασφάλεια τροφίμων, χωροταξία, υγιής ανταγωνισμός επαρκής τροφοδοσία της αγοράς). Διευκολύνεται, έτσι, η είσοδος νέων προμηθευτών και άρα ενισχύεται ο ανταγωνισμός, με θετικές συνέπειες για την οργάνωση του χονδρικού εμπορίου και για τους καταναλωτές, τόσο ως προς την ποιότητα όσο και ως προς τις τιμές.
-Μέχρι σήμερα ισχύει ο λεγόμενος «κόφτης» του 15%, ο οποίος αφορά στην ανώτατη μείωση που μπορεί να λάβει η τιμή των γενοσήμων φαρμάκων κατά την προηγούμενη ανατιμολόγηση.
Ο «κόφτης» διατηρείται, υπό την προϋπόθεση ότι θα εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου η προκύπτουσα τιμή του γενοσήμου θα είναι μικρότερη από εκείνη του αντίστοιχου off-patent φαρμάκου. Αποτρέπεται, έτσι, ένα ανεξέλεγκτο ντάμπινγκ τιμών στα γενόσημα, στηρίζοντας την εγχώρια παραγωγή.
Πέντε μέτρα υπέρ παραγωγών / επενδυτών
-Μέχρι σήμερα επιτρέπεται τα πρατήρια βενζίνης να συνάπτουν αποκλειστικές συμφωνίες με χονδρεμπόρους με μέγιστη διάρκεια τα 5 έτη, πλην όμως υπήρχε η δυνατότητα παρατάσεων εφόσον το ακίνητο ανήκε στον χονδρέμπορο. Ως αποτέλεσμα πολλοί πρατηριούχοι βρίσκονταν «δεμένοι» με συμβάσεις για τουλάχιστον 20 χρόνια. Πλέον αποσυνδέεται η διάρκεια της αποκλειστικής συμφωνίας με το καθεστώς ιδιοκτησίας του ακινήτου, απελευθερώνοντας τους πρατηριούχους και αναχαιτίζοντας την τάση καθετοποίησης της αγοράς.
Παράλληλα, καθίσταται υποχρεωτική η εγκατάσταση συστημάτων διασφάλισης ποσοτικής και ποιοτικής ακεραιότητας καυσίμων σε όλη την αλυσίδα διακίνησης, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην πάταξη του λαθρεμπορίου.
-Απελευθερώνεται περαιτέρω η αγορά χονδρεμπορίου στα καύσιμα. Μειώνεται το απαιτούμενο αρχικό κεφάλαιο (100.000 από 300.000 ευρώ για την εισαγωγική βαθμίδα) και το ελάχιστο όριο για το μέγεθος δεξαμενών (1.500 από 4.500 κυβ.μ για την εισαγωγική βαθμίδα). Ενθαρρύνεται, έτσι, η είσοδος νέων εταιρειών, πλήττοντας τα ολιγοπώλια στον κλάδο.
Επιπλέον, εξορθολογίζεται και ο ανταγωνισμός μεταξύ των ομίλων στο χονδρεμπόριο: Η χούντα είχε καθιερώσει τις άδειες εμπορίας πετρελαιοειδών κατηγορίας ΣΤ’ για τις νησιωτικές περιοχές. Τη δεκαετία του ’90 τούς δόθηκε το δικαίωμα να δραστηριοποιούνται στην υπόλοιπη χώρα με τα δικαιώματα της κατηγορίας Α’ (σε όλη τη χώρα), αλλά χωρίς τις υποχρεώσεις (ελάχιστο κεφάλαιο, δεξαμενές κ.λπ). Το προνομιακό καθεστώς αυτό, που αφορά μόλις 4 ομίλους, καταργείται και παράλληλα αυξάνεται ο ελάχιστος αποθηκευτικός χώρος για τις ΣΤ’ στα 1.000 κυβ. μ.
-Μέχρι σήμερα για τη λειτουργία καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος απαιτείται προέγκριση σχετικά με την τήρηση όρων ασφαλούς λειτουργίας. Εξαίρεση αποτελούσαν μόνο οι Ιδιωτικές Κεφαλαιουχικές Εταιρείες. Πλέον επιτρέπεται και σε άλλες εταιρικές μορφές (ΟΕ, ΕΕ, ΕΠΕ) να λειτουργούν καταστήματα χωρίς προέγκριση.
-Μέχρι σήμερα δεν είναι εφικτή η μετατροπή μιας ΟΕ σε ΕΕ. Πλέον επιτρέπεται η μετατροπή, με αποτέλεσμα να διευκολύνονται οι επενδυτές να περιλάβουν στο εταιρικό σχήμα νέους ενδιαφερόμενους. Διευκολύνεται, έτσι, η ανάπτυξη συνεργασιών και η αύξηση του μεγέθους των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
-Εκσυγχρονίζεται το θεσμικό πλαίσιο για τις εμπορικές εκθέσεις, ώστε ο θεσμός να δώσει μεγαλύτερη ώθηση στις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων (B2B) και να ενισχυθεί ο χαρακτήρας του ως εργαλείο τοπικής ανάπτυξης, προώθησης της ντόπιας παραγωγής και της εξωστρέφειας.