Ο τρόπος συμπεριφοράς των καναλαρχών και της ηγετικής ομάδας της Νέας Δημοκρατίας δεν μπορεί να γίνει εύκολα κατανοητός αν δεν λάβει κανείς υπόψη του την προϊστορία αυτού που ονομάζεται σήμερα διαπλοκή.
Σήμερα αναμένεται να αναλάβει ο Κυριάκος Μητσοτάκης την υπεράσπιση του συνόλου των ιδιοκτητών τηλεοπτικών μέσων ενημέρωσης, ενώ κι εκείνα, με τη σειρά τους, θα του αποδώσουν άλλη μια φορά το φωτοστέφανο του εξυγιαντή και υποψήφιου πρωθυπουργού.
Μόνο που για να φτάσουμε ως εδώ χρειάστηκε να κουκουλωθούν οι αντιθέσεις που είχαν δημιουργηθεί από τότε που ξεκίνησε η ιδιωτικοποίηση καναλιών και συχνοτήτων. Τον Φεβρουάριο του 1991 ξέσπασε πόλεμος μεταξύ του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και της οικογένειας Αλαφούζου, στην οποία είχε περιέλθει η ιδιοκτησία της Καθημερινής και του ραδιοφωνικού Σκάι, μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου Κοσκωτά.
Στο βάθος της υπόθεσης βρίσκονταν από τη μια μεριά η αντίθεση Μητσοτάκη-Κωνσταντίνου Καραμανλή και από την άλλη οι εκκρεμότητες των νεόκοπων εκδοτών-καναλαρχών με τη δικαιοσύνη.
Η εφημερίδα Καθημερινή μιλούσε για «συνωμότες, συκοφάντες και εκβιαστές» και υποστήριζε ότι «πίσω από τη νόμιμη κυβέρνηση δρα μια παραεξουσία, ένα άτυπο κέντρο αποφάσεων», υποδεικνύοντας το περιοδικό «Εποπτεία», το οποίο «είχε επιτεθεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας» (26.2.1991).
«Το πρωθυπουργικό περιβάλλον», συνέχιζε το δημοσίευμα, «χαλκεύει ένα ανύπαρκτο για τη δικαστική αρχή κατηγορητήριο εναντίον της ιδιοκτησιακής μεταβιβάσεως της Καθημερινής και του ραδιοσταθμού Σκάι, προσχεδιάζοντας προφανώς το φίμωμα δύο ελεύθερων, αδέσμευτων και ευρύτατης απήχησης ενημερωτικών μέσων».
Το όνομα του Κυριάκου
Στην υπόθεση εμπλεκόταν και το όνομα του Κυριάκου Μητσοτάκη, διότι, σύμφωνα με την Καθημερινή, ο γιος του πρωθυπουργού ήταν μέλος της συντακτικής επιτροπής της «Εποπτείας», ανήκε δηλαδή στους «ανθρώπους του υπογείου» που μεθόδευαν την προπαγάνδα της οικογένειας Μητσοτάκη.
Ακόμα πιο εντυπωσιακή ομοιότητα με τα επιχειρήματα που ακούγονται τον τελευταίο καιρό έχει και η συνέχεια: «[Το περιβάλλον Μητσοτάκη] επιχειρεί να αποδώσει το θέμα σε διαμάχες εκδοτών, ενώ η Καθημερινή ούτε προστριβές με άλλους εκδότες ούτε αλλότρια συμφέροντα είχε ποτέ.»
Η σχετική σύγκρουση κορυφώθηκε τις παραμονές των εκλογών του 1993, μετά την πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Ο πρωθυπουργός ήταν κατηγορηματικός:
«Κατηγορώ την οικογένεια Αλαφούζου ότι βρίσκεται πίσω από τη συνωμοσία της ανατροπής της κυβέρνησης. Είναι η κατηγορία μου ξεκάθαρη. Εκείνο για το οποίο κατηγορώ τον κ. Αλαφούζο δεν είναι ότι είχε συμφέροντα οικονομικά να πέσει η ΝΔ, είναι ότι ενεπλάκη ευθέως στην υπόθεση ανατροπής της κυβέρνησης.» (Τα Νέα, 6.10.1993)
Η απάντηση ήρθε αυθημερόν από τον Γιάννη Αλαφούζο:
«Ο κ. Μητσοτάκης διέπραξε σήμερα το τελευταίο του, ελπίζουμε, πλήγμα κατά της ελευθερίας του Τύπου. Αφού επί τριάμιση χρόνια κατέρριψε κάθε ρεκόρ διώξεων κατά του Τύπου. Κατασκεύασε ειδικούς νόμους κατά των μέσων ενημέρωσης.
Εστειλε στον Κορυδαλλό εκδότες και διευθυντές εφημερίδων, απείλησε με δημεύσεις περιουσιών των μέσων ενημέρωσης, έστειλε δεκάδες φορές δημοσιογράφους στα δικαστήρια, έστησε χωρίς επιτυχία “ποινικές” υποθέσεις κατά του ιδιοκτήτη ενός μέσου ενημέρωσης, ενοχλημένος από την αντιπολιτευτική του φωνή. Εφθασε σήμερα στο σημείο να διαπράξει δημοσίως ενώπιον πανελληνίου ακροατηρίου σωρεία ποινικών αδικημάτων, το ελαφρότερο των οποίων είναι η συκοφαντική δυσφήμηση.
Ο κ. Μητσοτάκης ξεκίνησε τη θητεία του ως πρωθυπουργός, προαναγγέλλοντας με μια τηλεοπτική συνέντευξη τον κύκλο διώξεων κατά του Σκάι. Κλείνει τη θητεία του αυτή με μία εμπαθή επίθεση κατά του ίδιου σταθμού.»
Την επομένη, τη σκυτάλη πήρε ο (πατέρας) Αριστείδης Αλαφούζος. Με συνέντευξή του στην Τζώρτζια Κοντράρου ισχυρίστηκε ότι το πρόβλημα μεταξύ των δύο πλευρών ήταν ότι ο Μητσοτάκης ζητούσε συνεχώς χρήματα: «Τον Οκτώβριο του 1988 αποφάσισα να πάρω την Καθημερινή. Πριν την αγοράσω, επειδή ήταν συντηρητική εφημερίδα και ο κ. Μητσοτάκης ήταν αρχηγός της συντηρητικής παράταξης […] πήγα με τον Αντώνη Σαμαρά και τον γνώρισα. Του είπα ότι θα πάρω την Καθημερινή και χάρηκε. Από τότε διατηρούσαμε κάποιες σχέσεις. Με καλούσε στο σπίτι του για δείπνο. Αυτά έως το τέλος του 1989. Οι σχέσεις άρχισαν να χαλάνε για τα χρηματοδοτικά. Τι εννοώ; Ο κ. Μητσοτάκης ζητούσε διαρκώς χρήματα και κάποια στιγμή το σταμάτησα. Κι έτσι επήλθε ψυχρότης. Τις παραμονές των εκλογών του Ιουνίου του 1989 μού ζήτησε να ενισχύσω το κόμμα. Το έκανα ευχαρίστως και με σημαντικό ποσό. Εστειλα σ’ έναν λογαριασμό στο Λονδίνο 600.000 δολάρια. Το έκανα με μεγάλη χαρά και πολλή ευχαρίστηση».
Είναι ο γνωστός λογαριασμός που διοχέτευε χρήματα στη Mayo, μια λιβεριανή off shore εταιρεία.
Αλλά οι απαιτήσεις Μητσοτάκη, σύμφωνα με την εξιστόρηση του Αρ. Αλαφούζου, δεν σταμάτησαν.
«Μετά από λίγο καιρό ο κ. Μητσοτάκης άρχισε να ζητάει χρήματα. Μου ζητούσε, σχετικώς με το αρχικό ποσό που έδωσα, μικρά ποσά. Και επειδή του κ. Μητσοτάκη τού ξεφεύγουν κουβέντες, κατάλαβα ότι αυτά τα μικροποσά τα διέθετε όχι για τόσο θεμιτούς σκοπούς.
Εγώ δυσφόρησα κι αναρωτήθηκα πού θα πάει το πράγμα. Είπαμε να βοηθήσουμε στις εκλογές, αλλά όχι κι έτσι. Την προτελευταία φορά που τον συνάντησα, του είπα πως θα του δώσω ένα ποσό μεγάλο, κι εδώ τελειώνουμε. Τελεία και παύλα. Πράγματι, στις 12 Οκτωβρίου τού έδωσα μια επιταγή 1.000.000 δολαρίων.»
Δίχως καμμία απόδειξη
Ο Αρ. Αλαφούζος υποστηρίζει ότι δεν έλαβε καμιά απόδειξη, παρά μόνο «ληγμένα» κουπόνια της ΝΔ και ότι όλα αυτά τα χρήματα δεν πέρασαν στα ταμεία του κόμματος. Το ενδιαφέρον είναι ότι, σύμφωνα με την καταγγελία του Αλαφούζου, από την πλευρά του Μητσοτάκη έγινε προσπάθεια επηρεασμού της δικαιοσύνης εναντίον του, με εμπλοκή μάλιστα και άλλων επιχειρηματιών Μέσων Ενημέρωσης, όπως του Μίνωα Κυριακού.
Η κατακλείδα ήταν ότι από τη στιγμή που δεν σταμάτησε ο Σκάι να επικρίνει την κυβέρνηση, πήρε η Ντόρα Μπακογιάννη ένα στέλεχος του συγκροτήματος Αλαφούζου και ανακοίνωσε ότι «μεταξύ μας αρχίζει πόλεμος» (Τα Νέα, 7.10.1993).
Ακολούθησαν μηνύσεις και αγωγές. Ο «πόλεμος» είχε πολλές μάχες ακόμα. Αλλά αυτές οι δύο πλευρές που αντάλλασσαν τόσο βαριές κατηγορίες είναι σήμερα «μια ωραία ατμόσφαιρα». Μάχονται, λένε, για τον πλουραλισμό στην ενημέρωση και δεν έχουν ακούσει τίποτα για διαπλοκή. Στην πραγματικότητα έχουν απλώς κοινό στόχο την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Ας πέσει αυτή και μετά έχουν τρόπο να τα βρουν μεταξύ τους. Οι επιταγές, άλλωστε, είναι μεταχρονολογημένες.