Το «Ροδοφέγγαρο» του Αυγούστου, που για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά διοργανώνει οΠολιτιστικός Σύλλογος Ροδαυγής « Η ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ»ξεκίνησε με την προβολή του ντοκιμαντέρ του Βασίλη Γκανιάτσα «Το…
Γεφύρι της Πλάκας». Την προβολή παρακολούθησαν κάτοικοι του Χωριού όλων των ηλικιών και αρκετοί επισκέπτες.
Ο Βασίλης Γκανιάτσας γνωστός φωτογράφος και κινηματογραφιστής ασχολείται πολλές δεκαετίες με τα μνημεία της περιοχής οπότε η Γέφυρα της Πλάκας δεν θα αποτελούσε εξαίρεση. Η έρευνα του επικεντρώθηκε στην τεχνική της κατασκευής της καμάρας και των θεμελίων το 1866 από τον δημιουργό κτίστη Κώστα Μπέκα από την Πράμαντα, στην αντοχή του γεφυριού σε περίοδο πολέμων, στην ιστορία του και ολοκληρώθηκε με το θλιβερό αποτέλεσμα της 1ης Φεβρουαρίου του 2015.
Την εκδήλωση προλόγισε ο φιλόλογος κ.Βασίλης Τάτσης, ο οποίος εξήρε το έργο του Κινηματογραφιστή.
Η Φιλόλογος – Συγγραφέας κ. Παναγιώτα Λάμπρη απήγγειλε το παρακάτω ποίημα της « Η μαντιλοδεμένη», το οποίο εμπνεύστηκε και έγραψε δύο μέρες αφού γκρεμίστηκε το γεφύρι.
Η μαντιλοδεμένη
Στη ρίζα του πεσμένου γεφυριού
μια μαντιλοδεμένη εστάθη.
Κοιτάει τον θολωμένο Θεοπόταμο δακρύζοντας
και του παραπονιέται:
«Ποτάμι μου, περήφανο, χιλιοτραγουδισμένο
για δε λαλείς, για δε μιλείς, για δε θρηνείς μαζί μου;
Τον άντρα μ’ νιο τον έπνιξες στα άγρια νερά σου·
τον πόνεσα, τον θρήνησα κι ακόμα μαύρα βάνω!
Το δόλιο το γεφύρι μας, που ’ταν παρηγοριά μας
τι σου ’φταιξε, ποτάμι μου, και μέσα σου το πήρες;»
Ο ποταμός την άκουσε και τις απολογιέται:
«Γυναίκα, χήρα έμεινες, τον πόνο σου τον νιώθω,
όμως, καλή γυναίκα μου, καθόλου δεν σου φταίω,
τι ο άντρας σου αψήφησε τα ορμητικά νερά μου
μ’ αλογισιά τα πέρναγε κι εκείνα τον επνίξαν!
Και το γιοφύρι τ’ όμορφο με την ψηλή καμάρα,
δεν ήθελα να γκρεμιστεί μες τα θολά νερά μου!
Αφρόντιστο κι ανέγνοιαστο στα γηρατειά τ’ αφήσαν
και σε γερή κατεβασιά τα θέμελά του τρίξαν».
Άκουσε την απηλογιά η μαντιλοδεμένη,
κι έσυρε θρήνο αλλιώτικο και τα βουνά ριγήσαν.
Ξόμπλιασε μοιρολόι πονεμένο, Ηπειρώτικο,
που τη μοίρα του γεφυριού και τη δική της ιστορούσε!
Πήρε ο αχός το τραγικό, μάταιο, τραγούδισμά της
και το ’στειλε μακριά, στην ερημιά του κόσμου,
για να τους πει παράπονα που τελειωμό δεν έχουν
τι αυτή τον άντρα τ’ς έχασε κι η Πλάκα το γεφύρι!