Συνέντευξη της Όλγας Γεροβασίλη, Δ’ Αντιπροέδρου της Βουλής των Ελλήνων και βουλευτή Άρτας του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, στην εφημερίδα Real News και τον δημοσιογράφο Γιάννη Τσακίρη.
Όλες οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν τον ΣΥΡΙΖΑ σταθερά στη δεύτερη θέση με την διαφορά να αυξάνεται από το τρίτο ΠΑΣΟΚ. Πόσο σημαντικό είναι αυτό για την επόμενη μέρα και την ηγεμονία στον χώρο της Κεντροαριστεράς;
Είναι σημαντικό, αλλά όχι στη λογική μιας μικροαντιπαράθεσης για το ποιος θα είναι “πρώτος” στη δεύτερη θέση ανεξάρτητα από τη διαφορά με τη ΝΔ. Δεν μπορούμε να στέλνουμε στον προοδευτικό κόσμο σήμα χαμηλών προσδοκιών, όπως έκανε το ΠΑΣΟΚ. Διαπιστώνει σήμερα ο κ. Ανδρουλάκης ότι “αυτό δεν πήγε και πολύ καλά”. Ο προοδευτικός χώρος πρέπει να δίνει προοπτική διακυβέρνησης. Όπου έπαψε αυτό να υπάρχει, αναδείχθηκε η ακροδεξιά απέναντι στην κεντροδεξιά.
Αυτή η εφιαλτική προοπτική αποτράπηκε στην Ελλάδα γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία δώδεκα χρόνια κατάφερε να είναι ο βασικός αντίπαλος της ΝΔ. Ωστόσο, στις τελευταίες εκλογές, ακόμη κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ αναδείχτηκε αξιωματική αντιπολίτευση, διαμορφώθηκε ένας συσχετισμός ανισορροπίας του πολιτικού συστήματος. Συνεπώς, το κρίσιμο για εμάς είναι να αντιμετωπίσουμε αυτή την ανισορροπία. Είναι κοινωνική και πολιτική αναγκαιότητα να το πετύχουμε.
Ποιος είναι ο πήχης για τις ευρωεκλογές και γιατί ζητάτε εκλογές από τη στιγμή που όλοι και ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ παραδέχονται ότι θα είστε σε αρκετή απόσταση από τη ΝΔ ακόμη και αν έχει σημαντικές απώλειες εκ δεξιών της;
Στόχος μας πρέπει να είναι να πετύχουμε ένα ποσοστό μεγαλύτερο από τις δημοσκοπήσεις και να κλείσουμε σημαντικά την ψαλίδα από τη ΝΔ. Έτσι θα διαμορφωθεί κλίμα ανατροπής και θα δοθεί το σήμα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ ανακτά την κυβερνητική του προοπτική για τις επόμενες εθνικές εκλογές. Όσον αφορά το αίτημα για παραίτηση της κυβέρνησης και εθνικές εκλογές, δεν είναι η πρώτη φορά που η αξιωματική αντιπολίτευση ζητάει κάτι τέτοιο. Σας θυμίζω ότι ο κ. Μητσοτάκης ζήτησε εκλογές έξι μήνες μετά τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τον Σεπτέμβριο του 2015. Σήμερα, όμως, το αίτημα για εκλογές δεν γίνεται χωρίς λόγο, αλλά γιατί η κατάσταση έχει φτάσει στο μη περαιτέρω.
Η κοινωνία βράζει. Για την ακρίβεια, την κατάσταση στην υγεία και την παιδεία, αλλά και για την επιχείριση συγκάλυψης του εγκλήματος των Τεμπών, τη διαρροή των προσωπικών δεδομένων απόδημων Ελλήνων και τη διάχυτη ανασφάλεια. Ας είμαστε ειλικρινείς, σε οποιαδήποτε χώρα “κανονικότητας” και μόνο από το σκάνδαλο των υποκλοπών η κυβέρνηση δεν θα στεκόταν ούτε μία ημέρα. Σε κάθε περίπτωση, στις ευρωεκλογές θα κριθεί και αυτό το αίτημα, όπως όλες οι πολιτικές πρωτοβουλίες.
Φαίνεται πως μετά το Συνέδριο και τα όσα έγιναν τους προηγούμενους μήνες, από τη στιγμή που σταμάτησε η εσωστρέφεια ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε τα πάνω του. Θεωρείτε πως είναι κάτι προσωρινό λόγω της εκλογικής μάχης του Ιουνίου ή πλέον έχει γίνει αποδεκτή η αλλαγή ηγεσίας και ότι αυτή πρεσβεύει;
Όπως πίστευα ότι η κάμψη των προηγούμενων μηνών ήταν αποτέλεσμα πολλών παραγόντων, έτσι πιστεύω ότι και για την ανάκαμψη του τελευταίου διαστήματος οι λόγοι είναι περισσότεροι από έναν: Έχουμε αφήσει πίσω μας την εσωστρέφεια και έχουμε αφιερωθεί αποκλειστικά στην παραγωγή πολιτικής και στην επαφή μας με τους πολίτες. Επίσης, έχει περάσει ικανός χρόνος, ώστε ο νέος Πρόεδρος να έχει βρει πλέον τα πατήματά του. Βεβαίως, παίζει ρόλο και το γεγονός ότι είμαστε πολύ κοντά σε εκλογές, οπότε οι “μηχανές” σε όλα τα επίπεδα είναι στο φουλ. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι η κοινωνία αναζητά εναλλακτική πρόταση απέναντι στη ΝΔ, που μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ μπορεί να δώσει.
Είδαμε για πρώτη φορά τα προοδευτικά κόμματα να καταθέτουν μαζί πρόταση δυσπιστίας, όμως από τότε έχει ξεσπάσει άγρια κόντρα ανάμεσα σε Χαριλάου Τρικούπη και Κουμουνδούρου. Ο Νίκος Ανδρουλάκης επιτέθηκε στον Πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίζοντας τον «παρ’ ολίγον υπουργό του κ. Μητσοτάκη» με τον ΣΥΡΙΖΑ να χαρακτηρίζει τον Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ «ουρά της ΝΔ». Οι γέφυρες έχουν πια καεί;
Δεν θα ήθελα να υιοθετήσω τόσο δραματικούς τόνους. Η σχέση των κομμάτων είναι εκ των πραγμάτων ανταγωνιστική σε προεκλογική χρονιά. Βέβαια, όσον αφορά το τελευταίο “επεισόδιο” στο οποίο αναφέρεστε, ο κ. Ανδρουλάκης ήταν εκείνος που επιτέθηκε πρώτος στον ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ με αφορμή την απόφαση του ΣτΕ που έκρινε αντισυνταγματική τη διάταξη του Μαρτίου του 2021 που απαγόρευε την ενημέρωση του παρακολουθούμενου. Θα έπρεπε ίσως να είναι πιο προσεκτικός ο κ. Ανδρουλάκης όταν το κόμμα του είχε υπερψηφίσει τότε αυτή τη διάταξη.
Από εκεί και πέρα, για εμάς στρατηγικός αντίπαλος είναι η ΝΔ και οι πολιτικές της, όχι το ΠΑΣΟΚ. Αυτός, αν θέλετε, είναι και ο λόγος που ακόμη και στην πιο βαριά του ήττα, ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ διασφάλισε τη δεύτερη θέση. Αντιθέτως, το ΠΑΣΟΚ δεν ξεπέρασε ποτέ μια θεμελιώδη αντίφασή του: από τη μία τη συναίνεσή του σε συντηρητικές πολιτικές και τη συμμετοχή του στο αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο και από την άλλη την τοποθέτηση του στον προοδευτικό χώρο.
Η κυβέρνηση απέρριψε το κατηγορητήριο που καταθέσατε και ζήτησε να υποβάλλετε πρόταση για προκαταρκτική. Ποιες θα είναι οι επόμενες κινήσεις σας σε κοινοβουλευτικό επίπεδο για την τραγωδία των Τεμπών;
Πρόταση για προανακριτική καταθέσαμε τον Νοέμβριο και η κυβέρνηση την απέρριψε. Στην εξεταστική επιτροπή απέκλεισε κρίσιμους μάρτυρες. Στη συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας, μετά την συνταρακτική αποκάλυψη για τη μονταζιέρα στα κρίσιμα ηχητικά, σύσσωμη η ΝΔ χειροκρότησε τον κ. Καραμανλή. Ο κ. Μητσοτάκης μας ζήτησε να καταθέσουμε κατηγορητήριο, το καταθέσαμε, αλλά δεν δεσμεύτηκε να μην αμνηστεύσει τον κ. Καραμανλή. Έχουμε ήδη καταθέσει το πόρισμα μας στον Άρειο Πάγο και έχουμε αναλάβει πρωτοβουλίες και σε επίπεδο Ευρωκοινοβουλίου. Εμείς παλεύουμε για να πέσει φως και η ΝΔ επιμένει στη συγκάλυψη. Θα συνεχίσουμε τη μάχη και εφόσον προκύψουν νέα στοιχεία, θα υπάρξουν και νέες πρωτοβουλίες σε όλα τα επίπεδα.
Έχετε περάσει από το τιμόνι της Κατεχάκη. Είναι η Ελληνική Αστυνομία σε τόσο τραγική κατάσταση που αδυνατεί να αποτρέψει ακόμη και μια δολοφονία μιας νέας κοπέλας έξω από αστυνομικό τμήμα; Πως να νιώθει ο Έλληνας πολίτης ασφαλής, με τέτοια φαινόμενα;
Ο κ. Μητσοτάκης εκλέχθηκε με σημαία την ασφάλεια και σήμερα έχουμε φτάσει σε αυτό το τραγικό σημείο. Πέντε χρόνια “ράβε – ξήλωνε”, με τέσσερις αλλαγές υπουργών – οι τρεις μόλις τους τελευταίους δέκα μήνες – αλλά αποτέλεσμα μηδέν. Το πρόβλημα ξεκινάει από το περιεχόμενο που έχει δώσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη στην έννοια της ασφάλειας ήδη από το 2019. Έδωσε έμφαση στην καταστολή και όχι στην ασφάλεια του πολίτη. Στην επικοινωνία για να ικανοποιεί συντηρητικά ακροατήρια και όχι στην ουσία.
Αποτέλεσμα; Να μην εφαρμόζονται καν νόμοι που ισχύουν από το 2006, αλλά ούτε και οι προβλέψεις της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης και του Π.Δ. 37/2019 με το οποίο επί θητείας μου στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη ιδρύθηκαν για πρώτη φορά τμήματα ενδοοικογενειακής βίας στα Αστυνομικά Τμήματα.