Ήταν η δεύτερη φορά στη ζωή μου που είχα απέναντί μου έναν άνθρωπο που έχει φάει άνθρωπο. Και στις δύο περιπτώσεις αιτία ήταν η επιβίωση.
Newsbeast.gr, Αποστολή
Κείμενο: Βίκτωρας Μοντζέλλι
Φωτογραφία: Σύνη Αστρά
Αλλά ο Αφρικανός από την Ουγκάντα δεν έχει καμία σχέση με τον Νάντο Παράντο που ήταν στο αεροπορικό δυστύχημα των Άνδεων και αναγκάστηκε να φάει, μαζί με όλους τους επιζήσαντες, τους νεκρούς φίλους του για να επιβιώσει παραπάνω από δύο μήνες στις απομονωμένες και χιονισμένες βουνοκορφές.
Η συνέντευξη που ακολουθεί είναι συγκλονιστική και βασίζεται σε δύο άξονες: σε έναν εμφύλιο, όπου συμβαίνουν τα πάντα, και πως όλοι δικαιούνται μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή τους. Όπως και αυτός ο άνθρωπος που συμμετείχε σε μεγάλες θηριωδίες.
Ο Ουγκαντέζος που ήταν απέναντι μου μιλούσε με μεγάλη κυνικότητα. Αυτή η εικόνα προέρχεται περισσότερο από την κουλτούρα του λαού και όχι από την αδιαφορία της συγκεκριμένης προσωπικότητας.
Μην ξεχνάμε πως βρισκόμαστε σε μία χώρα που ο θάνατος είναι ένα καθημερινό φαινόμενο. Οι γονείς θάβουν συχνά τα παιδιά τους, οι γυναίκες μένουν πολύ πιο εύκολα χήρες, μια απλή αρρώστια δεν αντιμετωπίζεται όπως στην Ευρώπη. Ο θάνατος, γενικά, δεν προκαλεί τόσο μεγάλη θλίψη γιατί είναι πιο συχνός και ένα γεγονός απολύτως συνηθισμένο.
Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας απήχθη στα 16 του από τα τμήματα του λαϊκού απελευθερωτικού στρατού που είχαν κηρύξει αντάρτικο στην κυβέρνηση. Ένα ανήλικο παιδί έπιασε όπλο και έπρεπε να σκοτώσει. Για να μείνει το ίδιο ζωντανό. Βρισκόμαστε κάπου στο 2000.
«Κοιμόμουν μέσα στη καλύβα μου και ξαφνικά ξύπνησα και είδα πάνω από το κεφάλι μου πέντε ένοπλους άντρες», είπε, ξεκινώντας την αφήγησή του. «Με άρπαξαν και με έστειλαν προς το Σουδάν. Δεν μπορούσα να αντιδράσω».
Ο 34χρονος Ουγκαντέζος που μεγάλωσε πολύ πρόωρα και όχι όπως θα ήθελε, άρχιζε να μεταφέρει τις δραματικές εμπειρίες εκείνης της εποχής. Γυρίζει τον χρόνο πίσω 18 χρόνια. «Όταν φτάσαμε στο στρατόπεδο έπρεπε να με καταγράψουν. Για να γίνει αυτό, έπρεπε να δεχτώ 50 βουρδουλιές. Ετσι, με αυτόν τον τρόπο, έφευγε η αίσθηση του πολίτη και πλέον θα ήμουν στρατιώτης». Και αν αυτή η περιγραφή ακούγεται… κάπως, αυτά που ακολούθησαν σοκάρουν.
– Τι ακολούθησε μετά;
Δύο εβδομάδες αργότερα, όταν οι στρατιώτες ήταν σίγουροι πως δεν πρόκειται να το σκάσω, με έβαλαν στην ομάδα και μου είπαν πως έπρεπε να σκοτώνουμε όποιον βλέπουμε.
– Πότε σκότωσες για πρώτη φορά άνθρωπο;
Σε μία περιπολία που κάναμε, είδαμε μια οικογένεια να πλησιάζει. Αρχίσαμε να τους κυνηγάμε. Μου έδωσαν εντολή να συλλάβω μια έγκυο γυναίκα. Με απείλησαν πως αν δεν το κάνω, θα με «καθάριζαν» επί τόπου. Φοβήθηκα πολύ. Έτρεξα και την έπιασα από τα μαλλιά. Την πήγα πίσω στην ομάδα μου. Ήμουν νεοσύλλεκτος. Μου έδωσαν ένα μαχαίρι και μου έδωσαν μια ξεκάθαρη εντολή. Πρέπει να την αποτελειώσεις σφάζοντάς την…
Έπρεπε να αφαιρέσει δύο ζωές για να κρατήσει τη δική του. «Το έκανα», απάντησε μονολεκτικά. Στα 16 του έπραξε ένα φρικιαστικό έγκλημα. Ήταν το διαβατήριο για την είσοδό του σε έναν αδιανόητα σκληρό κόσμο…
– Πόσο καιρό κάθισες στο στρατόπεδο των αντικαθεστωτικών;
Έμεινα εκεί, φυλακισμένος στην ουσία, για οκτώ χρόνια. Όλο αυτό το διάστημα καταστρέφαμε και σκοτώναμε. Αυτό ήμασταν αναγκασμένοι να κάνουμε. Αυτό ήμουν κι εγώ.
– Πότε αποφάσισες να το σκάσεις και ποια ήταν η αιτία;
Όλο αυτό το διάστημα συνέβησαν πολλά. Κάποια στιγμή συλλάβαμε έναν άντρα. Μας είπαν πως η απόφαση του… θεού ήταν να τον σκοτώσουμε, να τον κόψουμε κομματάκια και να τον φάμε. Όλοι έπρεπε να συμμετάσχουμε σε αυτή τη διαδικασία. Αν δεν το έκανες, σήμαινε ακαριαίος θάνατος. Ο άντρας που φάγαμε ήταν ο μάγος του χωριού.
Ήθελα να το σκάσω πολύ καιρό. Δεν άντεχα να κάνουμε συνέχεια επιθέσεις και να «καθαρίζουμε» κόσμο. Δεν είχα μοιραστεί με κανέναν τις σκέψεις μου και τις φοβίες μου. Φοβόμουν. Φοβόμουν ακόμη και τον ίδιο μου τον εαυτό.
Ένα βράδυ το σχέδιο ήταν να επιτεθούμε σε ένα στρατιωτικό κομβόι με τρόφιμα. Δεν είχα σχεδιάσει τη συγκεκριμένη απόδραση αλλά πάντα το είχα στο μυαλό μου. Το κομβόι ήταν η μεγάλη μου ευκαιρία. Έγινε μάχη. Όλοι άρχισαν να τρέχουν. Κάποιοι στη μία κατεύθυνση κάποιοι στην άλλη. Εγώ διάλεξα μια κατεύθυνση που δεν είχε πάρει κανένας. Έτρεξα για 30 μίλια και παραδόθηκα στην κυβέρνηση. Με προέτρεψαν να πάω στην οργάνωση World Vision για να επανενταχθώ. Έμεινα εκεί για έξι μήνες και επέστρεψα στα εδάφη μου.
– Πώς σε δέχτηκε η οικογένειά σου, η τοπική κοινωνία μετά τέτοια οκτάχρονη δράση;
Ήμουν πολύ τυχερός. Μετά από τέτοιες καταστάσεις, ήταν η στιγμή που βρισκόμουν στο απέναντι στρατόπεδο, η τύχη ήταν με το μέρος μου. Ο πατέρας μου δε ζούσε αλλά η μητέρα αποφάσισε πως πρέπει να έχω μία δεύτερη ευκαιρία. Με πήγε σε μια οργάνωση όπου εκεί έκανα τρία χρόνια εκπαίδευση για να αποκτήσω βασικές γνώσεις και έγινα γραμματέας.
Όταν επέστρεψα, οι τίτλοι ιδιοκτησίας του πατέρα μου είχαν παραχωρηθεί σε κάποιον άλλον. Έπρεπε να παλέψω για την οικογένειά μου και για μένα. Έπρεπε να πάρω κι εγώ μέρος της γης. Άρχισα να ενσωματώνομαι ξανά στην κοινωνία σαν φυσιολογικός άνθρωπος.
Μετά από κάποιους μήνες ο πόλεμος σταμάτησε. Δεν υπήρξε κάποια διαδικασία για να αποδοθεί δικαιοσύνη για όσα συνέβησαν. Και έγιναν πολλά. Και ήμουν κι εγώ μέρος αυτής της φρικαλεότητας. Είχα αποφασίσει να μη μιλήσω σε κανέναν για όλα όσα είχα ζήσει. Βρήκα τη δύναμη και εστίασα στο σήμερα και στο μέλλον. Έγινα ενεργό μέλος στην εκκλησία, κάνοντας μια «δίκαιη» και σωστή ζωή.
Οι συγχωριανοί μου είδαν την αλλαγή ζωή που έκανα και το εκτίμησαν. Και αυτοί μου έδωσαν με τον τρόπο του μια δεύτερη ευκαιρία. Σήμερα έχω γυναίκα και τέσσερα παιδιά, δύο αγόρια, δύο κορίτσια. Είμαι μέλος του παραδοσιακού συμβουλίου του χωριού. Λόγω της ευφράδειας του λόγου και των γνώσεών μου, είμαι και γραμματέας της φυλής. Όλα αυτά ως εθελοντής.
Η βασική μου δουλειά είναι αγρότης. Καλλιεργώ τη γη για ζήσω εγώ και η οικογένειά μου. Φυτεύω καλαμπόκι, κεχρί αλλά και βαμβάκι.
– Έχει ένας άνθρωπος μετά από μια τέτοια ζωή όνειρα;
Θέλω να στήσω στο μέλλον τη δική μου επιχείρηση. Θέλω να έχει το σπίτι μου τα βασικά. Θέλω να έχω μια φυσιολογική ζωή.
– Οι εικόνες που έζησες στον πόλεμο σε συνοδεύουν ακόμη;
Φυσικά. Έχω ακόμη και σήμερα εφιάλτες και άσχημα όνειρα. Αυτές οι καταστάσεις δε σε αφήνουν ποτέ. Μάλλον ποτέ δε θα με αφήσουν…
Η συνομιλία κράτησε κάτι παραπάνω από μισή ώρα. Όλο αυτό το διάστημα, ο άντρας που είχαμε απέναντι μάς μιλούσε με απίστευτη κυνικότητα. Η στάση του μας προξένησε μεγάλη εντύπωση.
Μεγάλη εντύπωση μας προκάλεσε, όμως, το γεγονός πως έψαχνε ανθρώπους, ξένους από την κοινότητά του, για να μιλήσει. Μόνος του μάς άνοιξε το μπαούλο με τις εμπειρίες του από τον εμφύλιο, μόνος του μας «μαρτύρησε» τα όσα φρικαλέα έχει διαπράξει.