13.7 C
Arta
Σάββατο, 23 Νοεμβρίου, 2024

Εννέα υπέροχα ποιήματα για τη μητέρα.

Πολυδούρη, Πολέμης, Καβάφης, Αγγελάκη-Ρουκ, Σολωμός, Σαχτούρης, Βιζυηνός, Παπαδιαμάντης, Χριστιανόπουλος.
Μαρία Πολυδούρη: Μητέρα μου   
Μητέρα μου, πόσο φρικτὰ βαραίνει
 ἡ μοίρα σου στὸ νεανικό μου στῆθος.
Ὅλοι μου οἱ πόνοι καταφεύγουν πλῆθος
γύρω στὴ θύμησή σου ποὺ πικραίνει.  
Ἐμένα, ποὺ σὲ δέχτηκα εὐλογία
κ᾿ ἔγινα τὸ θαυμάσιο ὁμοίωμά σου,
ἂς μὲ δεχτῆ σὰ νἆμαι ἁμάρτημά σου
ἡ μνήμη σου, μαρτυρικὴ κι᾿ ἁγία.  
Στὴ μοίρα σου, ποὺ γνώρισα σὲ μένα,
τὴ σπαραγμένη σκέψη μου προσφέρω.
Μὰ στὴν καρδιά μου μόνο ἐγὼ θὰ ξέρω
πόσους μετροῦν νεκροὺς τἀγαπημένα.  

Μίλτος Σαχτούρης, Ο Δαίμονας
Μητέρα μου, πόσο μου λείπεις τώρα
ποὺ πνιχτικό, βαθὺ σκότος θὰ γίνη
στὴ μάταιη ζωή μου ποὺ ὅλο σβήνει…
Ἄχ, πώς μου λείπεις σὲ μία τέτιαν ὥρα.
Το μυαλό μου κουρασμένο
Πώς έπεσα
και τσακίστηκα

Τώρα με δεκανίκια
χρυσά τρίγωνα, χρυσά τετράγωνα
γύρω κρεμνάω

Τώρα οι άσπροι φίλοι μου
μαύρο φάντασμα
Τώρα οι μαύροι φίλοι μου
άσπρο φάντασμα

Κι εκείνη που χάθηκε με τ’ασημένιο καρφί στον ποταμό
Δεν ξέρω ποιός
ο ήλιος ή το χιόνι
Δεν ξέρω ποιά
τα χελιδόνια ή τα σπουργίτια

Μετράω, ολοένα μετράω
Η μητέρα μου ολοένα κλαίει
Μετράει η μητέρα μου
ολοένα μετράει

Ντίνος Χριστιανόπουλος, Τύψεις
όσο περνούν οι μέρες και μακραίνει
η ηλικία της σεμνότητας, αισθάνομαι
τις ανεπαίσθητες ραγισματιές εντός μου
από νύχτα σε νύχτα να πληθαίνουν:
δρόμοι που πήρα με χαμηλωμένα μάτια
φώτα που πέσαν πάνω μου ανελέητα
λόγια πιο πρόστυχα κι απ’ τις χειρονομίες –
μα πιο πολύ, η όψη της μητέρας μου
όταν γυρνώ αργά το βράδυ και τη βρίσκω
μ’ ένα βιβλίο στο χέρι να προσμένει
βουβή ξενυχτισμένη και χλομή

Κ.Π. Καβάφης, Δέησις  
Η θάλασσα στα βάθη της πήρ’ έναν ναύτη. — 
Η μάνα του, ανήξερη, πιαίνει κι ανάφτει

στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί 
για να επιστρέψει γρήγορα και ναν* καλοί καιροί —

και όλο προς τον άνεμο στήνει τ’ αυτί. 
Αλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,

η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη, 
ξεύροντας πως δεν θα ‘λθει πια ο υιός που περιμένει.

Γεώργιος Βιζυηνός, Η μητέρα
Πώς να πειράξω τη μητέρα
να κάμω να μου λυπηθεί, που όλη νύχτα κι όλη μέρα, 
για το καλό μου προσπαθεί;

Αυτή στα στήθη τα γλυκά της
με είχε βρεφος απαλό,
μ’εκαθισε στα γόνατά της
και μ’΄εμαθε για να μιλώ..

Αυτή με τρέφει και με ντύνει
όλο το χρόνο που γυρνά
και διπλα στη μικρή μου κλίνη,
σαν αρρωστήσω , ξαγρυπνά.

Αυτή , σαν πέσω και χτυπήσω,
φιλά, να γιάνει, την πληγή
αυτή τι πρέπει να αφήσω
και τι να κάμω, μ’οδηγεί.

Πώς το ‘λοιπόν τέτοια μητέρα
να κάμω να μου λυπηθεί,
που όλη νύχτα κι όλη μέρα,
για το καλό μου προσπαθεί;

Aλέξανδρος Παπαδιαμάντης,  Προς την μητέρα μου 
Μάννα μου, ἐγώ ᾽μαι τ᾽  ἄμοιρο, τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι
ὁποὺ τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος, βροχὴ ποὺ τὸ πληγώνει.
Τὸ δόλιο! ὅπου κι ἂν στραφεῖ κι ἀπ᾽  ὅπου κι ἂν περάσει,
δὲ βρίσκει πέτρα νὰ σταθεῖ κλωνάρι νὰ πλαγιάσει.

Ἐγὼ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ᾽ ἀποδαρμένη
μέσα σὲ πέλαγο ἀνοιχτό, σὲ θάλασσ᾽  ἀφρισμένη,
παλαίβω μὲ τὰ κύματα χωρὶς πανί, τιμόνι
κι ἄλλη δὲν ἔχω ἄγκουρα πλὴν τὴν εὐχή σου μόνη.

Στὴν ἀγκαλιά σου τὴ γλυκειά, μανούλα μου, ν᾽  ἀράξω
μὲς στὸ βαθὺ τὸ πέλαγο αὐτὸ πριχοῦ βουλιάξω.

Μανούλα μου, ἤθελα νὰ πάω, νὰ φύγω, νὰ μισέψω
τοῦ ριζικοῦ μου ἀπὸ μακρυὰ τὴ θύρα ν᾽ ἀγναντέψω.
Στὸ θλιβερὸ βασίλειο τῆς Μοίρας νὰ πατήσω
κι ἐκεῖ νὰ βρῶ τὴ μοίρα μου καὶ νὰ τὴν ἐρωτήσω.

Νὰ τῆς εἰπῶ: εἶναι πολλά, σκληρὰ τὰ βασανά μου
ὡσὰν τὸ δίχτυ ποὺ σφαλνᾶ θάλασσα, φύκια κι ἄμμο
εἶναι κι ἡ τύχη μου σκληρή, σὰν τὴv ψυχὴ τὴ µαύρη
π᾽ ἀρνήθηκε τὴν Παναγιὰ κι ὁ πόλεος δὲν θά ᾽βρει.

Κι ἐκείνη μ᾽  ἀποκρίθηκε κι ἐκείνη ἀπελογήθη:
Ἦτον ἀνήλιαστη, ἄτυχε, ἡ μέρα ποὺ  γεννήθης
ἄλλοι ἐπῆραν τὸν ἀνθὸ καὶ σὺ τὴ ρίζα πῆρες
ὄντας σὲ ἒπλασ᾽ ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ἄλλες μοῖρες.

Διονύσιος Σολωμός: Η τρελή μάνα ή το κοιμητήριο 
Τώρα που η ξάστερη
νύχτα μονάχους
μας ηύρε απάντεχα,
και εκεί στους βράχους
σχίζεται η θάλασσα
σιγαλινά.
Τώρα που ανοίγεται
κάθε καρδία στη λύπη, ακούσετε
μίαν ιστορία,
που την αισθάνονται
τα σωθικά.
Σε κοιμητήριο
είναι στημένα
δύο κυπαρίσσια
αδελφωμένα
που πρασινίζουνε
μες στους σταυρούς.
Όταν μεσάνυχτα
καταβουΐζουν
οι ανέμοι, αν τα ’βλεπες
πώς κυματίζουν,
έλεες πως κράζουνε
τους ζωντανούς.
Δύο αδέλφια δύστυχα
κοιμούνται κάτου
τον ανεξύπνητον
ύπνον θανάτου,κι έχασε η μάνα τους
τα λογικά.

Ιωάννης Πολέμης, Ὁ ἀποχαιρετισμὸς τῆς Μάννας
Μισεύεις γιὰ τὴν ξενητιὰ καὶ μένω μοναχή μου
σύρε παιδί μου στὸ καλὸ καὶ σύρε στὴν εὐχή μου.
Τριανταφυλλένια ἡ στράτα σου, κρινοσπαρμένοι οἱ δρόμοι,
γιὰ χάρη σου ν᾿ ἀνθοβολοῦν καὶ τὰ λιθάρια ἀκόμη.

Τὰ δάκρυά μου νὰ γεννοῦν διαμάντια σ᾿ ὅ,τι ἀγγίζεις
καὶ τὸ ποτήρι τῆς χαρᾶς ποτὲ νὰ μὴ στραγγίζεις.
Νὰ πίνεις καὶ νὰ ξεδιψᾶς καὶ νἆν᾿ αὐτὸ γεμάτο,
σὰ νἆσαι ἡ βρύση ἀπὸ ψηλὰ κι ἐσὺ νἆσαι ἀποκάτω.

Ἐκεῖ, παιδί μου, ποὺ θὰ πᾶς, στὰ μακρινὰ τὰ ξένα,
δίχτυα πολλὰ κι ὀξόβεργες θὰ στήσουνε γιὰ σένα.
Παιδί μου ἂν ἐμένανε πάψεις νὰ μὲ θυμᾶσαι,
μὲ δίχως βαρυγγόμηση συχωρεμένος νἆσαι.

Κι ἂν πάλι τὸ φτωχὸ καλύβι μας ντροπὴ σοῦ φέρνει,
ὡστόσο
Καὶ πάλι θά ῾μαι πρόθυμη, συχώρεση νὰ δώσω.
Μ᾿ ἂν τὴν πατρίδα ἀπαρνηθεῖς ποὺ τὴ λατρεύουμε ὅλοι,
νἆσαι ἡ ζωή σου ὅπου κι ἂν πᾶς ἀγκάθια καὶ τριβόλοι.

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, «Η μάνα μου κι ο Σατανάς»
Τη μεγάλη Παρασκευή
η Παναγιά ξαναγίνεται το πρόσωπο της ημέρας
και η δική μου μάνα ξεμαρμαρώνει.
Δε φοράει πια εκείνο το ροζ
που τη θάψανε κι ούτε κατεβαίνει ολοένα
με το κουτί της μαζί.
Τη Μεγάλη Παρασκευή
η μάνα μου ζωντανή, ζεστή σαν το κερί
φοράει το τετριμμένο και μαζί το άλλο.
Το νύχι της το προτελευταίο
παχουλό στις άκρες σαν το δικό μου
άγνωστη όταν κρυφοσκεπτόταν
και κρυφοαμάρτανε
μακριά μου
σαν άρχιζε τον ατέλειωτο θάνατό της.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

SOCIAL

9,593ΥποστηρικτέςΚάντε Like
76ΑκόλουθοιΑκολουθήστε

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ