Όσο οι ώρες περνούν τόσο περισσότερο αισιοδοξούν οι επιστήμονες ότι τα χειρότερα για τα Γιάννινα πέρασαν και πλέον η σεισμική δραστηριότητα μπορεί να χαρακτηριστεί φυσιολογική.
Ο σεισμός των Ιωαννίνων παρουσιάζει πολλές ιδιαιτερότητες και θα απασχολεί για μεγάλο χρονικό διάστημα τους επιστήμονες.
Στοιχεία πολλά κι ενδιαφέροντα δίνει η ερευνητική ομάδα Γεωλογίας των σεισμών του ΑΠΘ, του καθηγητή Σπύρου Παυλίδη.
Η ομάδα χαρακτηρίζει την περίπτωση του σεισμού ιδιόμορφη και πολύπλοκη και σημειώνει ότι ο σεισμός των 5,3 R εντάσσεται σε ένα διαφορετικό περιβάλλον, που συγκροτείται από τη ραχοκοκαλιά της Πίνδου από τη Νότια Αλβανία διατρέχοντας τη Δυτική Ελλάδα σχεδόν σε Β-Ν διεύθυνση.
Πρόκειται για ένα περιβάλλον ενεργό σεισμικά με ιστορικό ισχυρών σεισμών.
Η ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Ο πρόσφατος σεισμός της 15ης Οκτωβρίου, Μ=5,3 εντάσσεται σε ένα διαφορετικό γεωτεκτονικό περιβάλλον, που συγκροτείται από τη ραχοκοκαλιά της Πίνδου, από Νότια Αλβανία διατρέχοντας τη Δυτική Ελλάδα, σχεδόν σε Βόρεια-Νοτια διεύθυνση, σεισμικά ενεργό περιβάλλον με ιστορικό ισχυρών σεισμών με τελευταίους αυτούς του 1960 βορειότερα (Νότια Αλβανία, Μ> 6.5, μέγιστη ένταση 8,5 (VIII+ ) και 1967 νοτιότερα, Άρτα-Ιωάννινα, (Μάιος, Μ =6.4, μέγιστη ένταση 9 (ΙΧ).
Ο Σεισμός συνδέεται με γνωστή ζώνη ρηγμάτων όπως έχει καταγραφεί και προσδιοριστεί στη Βάση Δεδομένων Σεισμογενετικών Πηγών του Ελλαδικού χώρου GreDaSS (Greek Database of Seismogenic Sources, www.gredass.unife.it).
Το ρήγμα είναι διαφορετικό από όλα τα προηγούμενα των τελευταίων 50 χρόνων, που μελετήθηκαν σε πρόσφατους σεισμούς στον ηπειρωτικό χώρο της Ελλάδος.
Είναι ρήγμα “ΑΝΑΣΤΡΟΦΟ” ή ρήγμα “ΕΦΙΠΠΕΥΣΗΣ”, δηλαδή τα στρώματα των πετρωμάτων από τα 10 με 15 χιλιόμετρα “καβαλούν” το ένα το άλλο με συνέπεια να ανυψώνεται επιφανειακά το βουνό κατά τουλάχιστον 10-15 εκατοστά.
Στην ιδιαιτερότητα του αυτή οφείλεται εν μέρει και η μετασεισμική του συμπεριφορά.
Η Πίνδος αν και βρίσκεται ως βουνό σε προχωρημένο στάδιο ωριμότητας συνεχίζει να ψηλώνει. Η σύγκρουση των πλακών στην περιοχή του Ιονίου έχει προκαλέσει πάχυνση του φλοιού από δυτικά προς ανατολικά φτάνοντας τα 40 χιλιόμετρα βάθος κάτω από την οροσειρά της Πίνδου.
Οι ταχύτητες σύγκλισης των πλακών στην περιοχή είναι της τάξης των 5-10 χιλιοστών το χρόνο. Τα ανώτερα στρώματα του φλοιού της Ηπείρου, που έχουν ένα εκτιμώμενο μέγιστο πάχος 10 χιλιόμετρων, δεν παρουσιάζουν σημαντική σεισμικότητα.
Η βαθύτερη σεισμικότητα 10-20 χιλιόμετρων και ακόμη βαθύτερη, όπως του πρόσφατου σεισμού, οφείλεται σε διεργασίες του φλοιού με ανάστροφα-εφιππευτικά ρήγματα (επωθήσεις πετρωμάτων). Γι’ αυτό η περίπτωση αυτού του σεισμού είναι ιδιόμορφη, πολύπλοκη και απαιτεί ιδιαίτερη μελέτη και προσοχή.
Το σεισμογόνο ρήγμα έχει ΒΔ-ΝΑ διεύθυνση και βρίσκεται μεταξύ καλά χαρτογραφημένων και μελετημένων από πλήθος επιστημονικών εργασιών ρηγμάτων.
Ο ακριβής προσδιορισμός, οι διατάσεις του και η σεισμική συμπεριφορά του θα ερευνηθούν με την υπαίθρια μελέτη, ήδη κλιμάκιο της ομάδας βρίσκεται στην περιοχή, καθώς και από τα σεισμολογικά, γεωδαιτικά και δορυφορικά δεδομένα και συμπεράσματα που θα προκύψουν σύντομα.
Η υπαίθρια παρατήρηση σε συνδυασμό με τα δεδομένα των επιστημονικών οργάνων, θα προσδιορίσει, αν πρόκειται για ένα δευτερεύον ρήγμα με δυναμικότητα σεισμών μεγέθους της τάξης 5,0 με 5,5 όπως ο προχθεσινός ή Τμημα (seismogenic segment) ενός μεγαλύτερου ρήγματος ή ζώνης δυναμικότητας ανάλογης των ιστορικών σεισμών της περιοχής.