Ένα νέο “θρίλερ” ζουν οι ελληνικές τράπεζες ενόψει του ιταλικού δημοψηφίσματος στις 4 Δεκεμβρίου, η έκβαση του οποίου απειλεί να συμπαρασύρει σε νέες περιπέτειες τον τραπεζικό κλάδο.
Πιθανές εξελίξεις που θα θέσουν “υπαρξιακό” ζήτημα της ευρωζώνης, επιφέροντας νέα αβεβαιότητα και αστάθεια στις αγορές, σε συνδυασμό με την ευάλωτη θέση της Ελλάδας και το ζητούμενο της ανάπτυξης, δημιουργούν νέες δυσκολίες και ανησυχίες στις ελληνικές τράπεζες. Ανησυχίες που, εν κατακλείδι, αναζωπυρώνουν και πάλι τους φόβους για το ενδεχόμενο μιας νέας ανακεφαλαιοποίησης, εφόσον το περιβάλλον που θα δημιουργηθεί πανευρωπαϊκά δεν επιτρέψει στις τράπεζες να επιλύσουν τα κρίσιμα θέματά τους, με κομβικό αυτό των “κόκκινων” δανείων.
Το δημοψήφισμα στην Ιταλία για την αναθεώρηση του Συντάγματος (αρκετοί κάνουν λόγο για τη σημαντικότερη συνταγματική μεταρρύθμιση στη χώρα μετά τα τέλη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την κατάργηση της μοναρχίας) γίνεται με τα τρία κόμματα της αντιπολίτευσης να τάσσονται υπέρ της εξόδου της Ιταλίας από το ευρώ, κάτι που απειλεί με παραίτηση τον πρωθυπουργό Μ. Ρέντσι εφόσον οι ψηφοφόροι πουν “όχι” στις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις.
Σε μια τέτοια περίπτωση, η Ιταλία θα βρεθεί σε πολιτική κρίση την ώρα που κρίνεται η ανακεφαλαιοποίηση της Monte dei Paschi di Siena. Η τράπεζα αναζητεί από τις αγορές κεφάλαια 5 δις. ευρώ, αλλά ενόψει του δημοψηφίσματος οι επενδυτές “παγώνουν” κάθε εκδήλωση ενδιαφέροντος, με πρώτο το κρατικό fund του Κατάρ που προτίθετο να συμμετάσχει στην αύξηση κεφαλαίου με 2 δισ. ευρώ.
Στην ευρύτερη εικόνα, το “όχι” στο ιταλικό δημοψήφισμα θα επιφέρει εκ νέου πολιτική αστάθεια και αβεβαιότητα στην ευρωζώνη, φέρνοντας επικίνδυνα στο προσκήνιο ρήγματα στη συνοχή της, που περισσότερο από κάθε άλλη φορά, θα απειλήσουν την ύπαρξή της.
Το έξωθεν ανησυχητικό περιβάλλον συνδυάζεται με το εσωτερικό μέγα ζητούμενο της ανάπτυξης στην οποία οι τράπεζες στηρίζουν όλες τις προσδοκίες για τη μείωση των “κόκκινων” δανείων τους.
Για το 2017, ο προϋπολογισμός προβλέπει ανάπτυξη 2,7% και πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ, δηλαδή 523 εκατ. ευρώ περισσότερα από τη δέσμευση στο μνημόνιο για πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ.
Πρόκειται για πρόβλεψη που η κυβέρνηση στηρίζει στην υπεραπόδοση που είχαν τα μέτρα λιτότητας που επέβαλε το 2016 και τα οποία εκτιμά πως θα έχουν αποφέρει έως το τέλος της τρέχουσας χρονιάς πρωτογενές πλεόνασμα 1,09% του ΑΕΠ (1,032 δις. ευρώ περισσότερα από τον στόχο του μνημονίου για πρωτογενές πλεόνασμα 0,53% του ΑΕΠ).
Ακόμη και με ένα έξωθεν καλό περιβάλλον, διατυπώνονται πολλά ερωτηματικά για το κατά πόσον θα επιτευχθούν οι ανωτέρω στόχοι δεδομένου ότι στηρίζονται σε εξουθενωτική υπερφορολόγηση, τη στιγμή που περικόπτονται παράλληλα συντάξεις και δημόσιες δαπάνες. Σημειώνεται ότι ο προϋπολογισμός του 2017 προβλέπει επιπλέον είσπραξη εσόδων 2,2 δις. ευρώ περισσότερα από φέτος, ενώ φέρνει επιπλέον φόρους περίπου 2,5 δις. ευρώ (θεσπίστηκαν το καλοκαίρι και θα ισχύσουν από 1/1/2017) και παρεμβάσεις περίπου 546 εκατ. ευρώ στο συνταξιοδοτικό.
Όπως αναφέρουν τραπεζίτες στο Capital.gr, τη στιγμή που οι φορολογικές οφειλές προς το κράτος έχουν εκτοξευθεί στο 50% του ΑΕΠ, η κυβέρνηση συνεχίζει να προσδοκά απόδοση από την υπερφορολόγηση. Την ίδια ώρα που παίρνει νέα μέτρα που περιορίζουν το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών, προβλέπει αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 1,8%. Είναι δεδομένο ότι η εσωτερική κατανάλωση θα μειωθεί και μόνο λόγω των περικοπών στις συντάξεις που στην ελληνική πραγματικότητα στηρίζουν την οικονομία, αναφέρουν χαρακτηριστικά. Αν δε η κυβέρνηση αποφασίσει να μην κλείσει έγκαιρα τη δεύτερη αξιολόγηση έγκαιρα και αυτή να τραβήξει εις μάκρος όπως συνέβη με την πρώτη αξιολόγηση, τότε οι προοπτικές ανάπτυξης για το 2017 θα “ψαλιδιστούν” ακόμη περισσότερο.
Όλα τα παραπάνω ανοιχτά και εν πολλοίς μη ελεγχόμενα θέματα, είναι που θέτουν τις τράπεζες σε ένα νέο γύρο ανησυχίας για το κατά πόσον θα επιτύχουν τους στόχους για τους οποίους έχουν δεσμευτεί έναντι του SSM, αποφεύγοντας μία νέα ανακεφαλαιοποίηση που σε αντίθετη περίπτωση είναι προδιαγεγραμμένη.