Η μονή Άβελ βρίσκεται κοντά στον οικισμό της Βήσσανης σε δασώδη περιοχή που ονομάζεται «Μοναστήρια». Η επωνυμία της, κατά την επικρατέστερη άποψη, οφείλεται σε κάποιον γαιοκτήμονα Άβελη, ο οποίος χρηματοδότησε την ανακαίνισή της, λίγο πριν το 1770.
Ωστόσο η παράδοση αναφέρει πως η πρώτη ίδρυση της μονής έγινε από τους μοναχούς της μονής Γιουρχάν, που υπήρχε σε κοντινή απόσταση, οι οποίοι αφού την εγκατέλειψαν λόγω επιδρομών, ίδρυσαν τη μονή Άβελ.
Το καθολικό ανήκει στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού, αθωνίτικου τύπου με τρίπλευρους πλάγιους χορούς στη νότια και βόρεια πλευρά. Ο τρούλος κοσμείται με τυφλά αψιδώματα και μία οδοντωτή ταινία.
Στην ανατολική πλευρά εξέχει πεντάπλευρη αψίδα και στη νοτιοδυτική γωνία υπάρχει μεταγενέστερο κωδωνοστάσιο. Στη δυτική πλευρά υπάρχει νάρθηκας. Στο εσωτερικό ο ναός κοσμείται με τοιχογραφίες του 1770, των ζωγράφων Κωνσταντίνου και Μιχαήλ από τους Χιονιάδες Κόνιτσας, οι οποίοι έδρασαν το 18οαι. στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Δ. Μακεδονία.
Το τέμπλο του ναού είναι νεότερο (19ου αι.) ξυλόγλυπτο, επιχρυσωμένο και παρουσιάζει ομοιότητες με το τέμπλο του Αγ. Νικολάου Βήσσανης, ώστε να θεωρούνται έργα των ίδιων τεχνιτών.
Σήμερα, από το μοναστηριακό συγκρότημα σώζεται μόνο το καθολικό και το σύγχρονο ηγουμενείο. Η μονή διέθετε μεγάλη κτηματική περιουσία και συντηρούσε μεταξύ των άλλων και σχολεία της Βήσσανης.