Μετά το Euroworking Group της 12ης Ιανουαρίου θα φανεί αν και πότε θα γίνει το επόμενο βήμα στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές για την ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης. Μετά το τελευταίο Eurogroup του 2016, ελάχιστη πρόοδος έχει συντελεστεί και η μόνη ουσιαστική εξέλιξη είναι το ξεκαθάρισμα της ιστορίας –μετά και τη γνωστή επιστολή Τσακαλώτου- με το έκτακτο επίδομα που διένειμε η ελληνική κυβέρνηση.
Ο χρόνος κυλάει εις βάρος της ελληνικής πλευράς καθώς όσο περισσότερο διατηρείται η αβεβαιότητα, τόσο περισσότερο απομακρύνονται οι ελπίδες για ουσιαστική αύξηση του ΑΕΠ μέσα στο 2017. Ενώ μέχρι και τις αρχές Δεκεμβρίου Ευρωπαίοι αξιωματούχοι μιλούσαν για δυνατότητα επίτευξης συμφωνίας σε τεχνικό επίπεδο πριν από τις εορτές των Χριστουγέννων, τώρα αναφέρονται σε προοπτική ακόμη και μηνών. Η ελληνική κυβέρνηση, παραδέχτηκε ότι η επόμενη εκταμίευση πόρων για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου δεν πρόκειται να γίνει πριν από τον Μάρτιο ανεξάρτητα από την πορεία της β’ αξιολόγησης. Θεωρητικά, ο βασικός στόχος είναι να κλείσει η διαπραγμάτευση μέχρι το Eurogroup της 26ης Ιανουαρίου, στόχος όμως ο οποίος πλέον μοιάζει εξαιρετικά φιλόδοξος.
Η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης θα έχει πολλαπλές ορατές συνέπειες για την ελληνική οικονομία:
1. Θα καθυστερήσει η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καθώς η ΕΚΤ έχει θέσει ως απαραίτητη προϋπόθεση για την ένταξη της Ελλάδας στο QE την ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης. Η ενσωμάτωση της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης έχει συνδεθεί με την προοπτική εξόδου της χώρας στις αγορές.
2. Θα παρατείνει το κλίμα αβεβαιότητας σε μια περίοδο μάλιστα που η κυβέρνηση θέλει το κλίμα ηρεμίας ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την επίτευξη του στόχου ανάπτυξης (2,7% κατά τη διάρκεια του 2017).
Το γεγονός ότι φαίνεται να ξεπερνιέται ο «σκόπελος» της «13ης σύνταξης» και των προβλημάτων που αυτή δημιούργησε στις σχέσεις της Αθήνας με τους δανειστές, δηιουργεί τις προϋποθέσεις για συγκρατημένη αισιοδοξία ότι οι διαβουλεύσεις θα προχωρήσουν. Βέβαια, μένει σε εκκρεμότητα το εξαιρετικά κρίσιμο θέμα των πρωτογενών πλεονασμάτων για το 2019 και για το 2020. Πρόκειται για εκκρεμότητα η οποία δεν θα λυθεί παρά μόνο σε πολιτικό επίπεδο και αυτό διότι σε αυτή τη φάση, η διαπραγμάτευση φαίνεται να βρίσκεται σε αδιέξοδο:
1. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί επιμένουν ότι το πρωτογενές πλεόνασμα πρέπει να διατηρηθεί στο 3,5% και μετά το 2018 με ανοικτό προς διαπραγμάτευση μόνο τη χρονική περίοδο διατήρησης του στόχου (3ετία στην πιο ελαστική για την Ελλάδα εκδοχή και 10ετία στην χειρότερη). Παρά τη διατήρηση του στόχου όμως στο 3,5% επιθυμούν και την παραμονή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα.
2. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δημοσίως έχει ξεκαθαρίσει ότι μπαίνει στο ελληνικό πρόγραμμα αν ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος διαμορφωθεί στο 1,5% υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει διευθέτηση του ελληνικού χρέους (με μέτρα πέραν αυτών που προβλέπονται στο πακέτο με τις βραχυπρόθεσμες παρεμβάσεις). Αν πάλι Ελλάδα και Ευρώπη συμφωνήσουν σε πρωτογενή πλεονάσματα 3,5%, τότε το ΔΝΤ θα αξιώσει συγκεκριμένα μέτρα έως και 4,5% για την περίοδο μετά το 2019.
3. Η ελληνική κυβέρνηση, δεν νομοθετεί επιπλέον μέτρα από τώρα για το 2019 και το μόνο που δέχεται είναι η παράταση του δημοσιονομικού κόφτη ο οποίος εκπνέει το 2018 μαζί με το 3ο μνημόνιο.
Όσο μεγαλύτερες είναι οι χρονικές καθυστερήσεις που θα υπάρξουν στη διαπραγμάτευση, τόσο πιο πιεστικό θα γίνεται το ερώτημα σχετικά με τις ταμειακές ανάγκες του δημοσίου καθώς η β’ αξιολόγηση, πρέπει να φέρει στα ταμεία του ελληνικού δημοσίου, πάνω από 4,2 δις. ευρώ για την αποπληρωμή χρεολυσίων.
Ο Ιανουάριος και ο Φεβρουάριος του 2017 δεν έχει σοβαρές οικονομικές υποχρεώσεις ενώ στις 17 Μαρτίου, λήγει μια ακόμη δόση ύψους 144,9 εκατ. ευρώ και πάλι προς το ΔΝΤ. Συνολικά, στο πρώτο τρίμηνο του 2017, οι πληρωμές για την εξυπηρέτηση του χρέους φτάνουν στα 300 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, απαιτούνται τουλάχιστον 2,3 δις. ευρώ για τους τόκους.
Η πρώτη σοβαρή υποχρέωση της επόμενης χρονιάς έχει να κάνει με τη λήξη των ελληνικών ομολόγων που βρίσκονται στην κατοχή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Πρόκειται για υποχρέωση 1,185 δις. ευρώ με ημερομηνία λήξης στις 20 Απριλίου. Στο ποσό αυτό, θα πρέπει να προστεθούν και 168 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για ομόλογα τα οποία επίσης βρίσκονται στην κατοχή εθνικών κεντρικών τραπεζών. Ο χειρότερος –από πλευράς όγκου υποχρεώσεων- μήνας του 2017 είναι ο Ιούλιος. Λήγουν κατά σειρά:
1. Ομόλογα που τριετούς διάρκειας που εξέδωσε το ελληνικό δημόσιο το 2014 σε μια από τις πρώτες προσπάθειες εξόδου στις αγορές εν μέσω των μνημονίων. Η προθεσμία αποπληρωμής των ομολόγων είναι η 17η Ιουλίου.
2. Στις 18 Ιουλίου, λήγει δόση ύψους 289,8 εκατ. ευρώ του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
3. Στις 20 Ιουλίου, εκπνέει η προθεσμία για την αποπληρωμή ομολόγων που βρίσκονται στην κατοχή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, συνολικού ύψους 3,8 δισ. ευρώ.
Βάσει του μνημονίου, για το 3ο τρίμηνο του επόμενου έτους –το οποίο θα είναι και το βαρύτερο λόγω των πληρωμών του Ιουλίου- απαιτούνται συνολικά 7,2 δις. ευρώ για χρεολύσια και 1,7 δις. ευρώ για τόκους. Δηλαδή, από τα 9,9 δις. ευρώ των χρεολυσίων που είναι προγραμματισμένα για την επόμενη χρονιά, τα 7,2 δις. ευρώ είναι συγκεντρωμένα στο 3ο τρίμηνο και ειδικά στον μήνα Ιούλιο.
Εκτός από τις δανειακές υποχρεώσεις της χώρας, υπάρχει και το θέμα της εσωτερικής αγοράς. Ο προϋπολογισμός, θα είναι ελλειμματικός σε ταμειακή βάση μετά τον Φεβρουάριο ενώ κάθε μήνα που θα περνάει, το έλλειμμα θα μεγαλώνει με αποοκορύφωμα τον Μάιο οπότε και αναμένεται να ξεπεράσει τα 4,6 δις. ευρώ. Έτσι, όσο περισσότερο θα καθυστερεί η ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης, τόσο περισσότερο το υπουργείο Οικονομικών θα καταφεύγει στην γνώριμη τακτική του «παγώματος» των δαπανών με αποτέλεσμα να συσσωρεύονται ακόμη περισσότερες ληξιπρόθεσμες οφειλές.