Ποιος ήταν άραγε πλουσιότερος, ο Τζον Ροκφέλερ ή ο Τζένγκις Χαν; Ο Μάρκος Λικίνιος Κράσσος ή ο Μπιλ Γκέιτς; Ο Άντριου Κάρνεγκι ή ο Γουλιέλμος Α’ ο Κατακτητής; Μήπως ο πλουσιότερος άνθρωπος όλων των εποχών ήταν ο τσάρος Νικόλαος Β’; Ή ο Χένρι Φορντ;
Κανείς τους, μιας και η τιμή πηγαίνει αναμφίβολα στον βασιλιά του Μάλι, Μούσα Α’, καθώς τα πλούτη του ήταν περισσότερα από όσα θα μπορούσε κανείς να ονειρευτεί. Και ακόμα περισσότερα!
Κι ενώ δεν υπάρχει τρόπος να εκτιμηθεί στην ολότητά της η προσωπική του περιουσία, μια συγκριτική μελέτη των πλουσιότερων ανθρώπων των τελευταίων 1.000 ετών μιλάει για περισσότερα από 400 δισ. δολάρια σε σημερινές τιμές!
Ο Μάνσα Μούσα βασίλεψε στην αφρικανική αυτοκρατορία του Μάλι κατά τον 14ο αιώνα και ευτύχησε να έχει ένα υπέδαφος γεμάτο από φυσικό πλούτο, όπως χρυσό και αλάτι. Τα ορυχεία του παρείχαν περισσότερο από το 40% του παγκόσμιου χρυσού. Όταν ανέβηκε στον θρόνο το 1312 και πήρε τον τίτλο του «Μάνσα», «βασιλιάς» δηλαδή, η Ευρώπη μαστιζόταν από πολέμους και εμφύλιες συγκρούσεις, αφήνοντας τα αφρικανικά βασίλεια να ευημερούν.
Κι ενώ στα χρόνια του επέκτεινε τρομερά τα σύνορα της αυτοκρατορίας του, βασιλεύοντας πια στα εδάφη που είναι σήμερα η Μαυριτανία, η Σενεγάλη, η Γκάμπια, η Γουινέα, η Μπουρκίνα Φάσο, το Μάλι, ο Νίγηρας, η Νιγηρία και το Τσαντ, ο υπόλοιπος κόσμος θα τον μάθαινε από το προσκυνηματικό ταξίδι του στη Μέκκα το 1324, όταν και αποφάσισε να δείξει στην οικουμένη τι μπορούσε να κάνει ο απαράμιλλος πλούτος του.
Το καραβάνι των ακολούθων του έφτανε μέχρι εκεί που μπορούσε να δει το μάτι, έγραφαν οι χρονογράφοι της εποχής, οι οποίοι μίλησαν για μια συνοδεία δεκάδων χιλιάδων στρατιωτών, πολιτών και σκλάβων, πεντακοσίων διπλωματών με χρυσοκέντητα ρούχα και μετάξια, αλλά και αρκετές δεκάδες καμήλες και άλογα που κουβαλούσαν απροσμέτρητα κιβώτια χρυσού.
Στη στάση του στο Κάιρο, ο Μούσα Α’ ξόδεψε τόσο χρυσό και έκανε τέτοιες δωρεές στους φτωχούς που προκάλεσε δραστική αύξηση του πληθωρισμού! Θα έπαιρνε μάλιστα χρόνια στην Αίγυπτο για να ανακάμψει από τη νομισματική κρίση που άφησε ξοπίσω του το πέρασμα του ζάπλουτου Αφρικανού.
Αυτό το άμετρο και εξωφρενικό ταξίδι του Μούσα θα τον έβαζε στον χάρτη και μάλιστα κυριολεκτικά, μιας και περιλήφθηκε στον Καταλανικό Άτλαντα του 1375 (της Χαρτογραφικής Σχολής της Μαγιόρκα), του σημαντικότερου παγκόσμιου χάρτη της μεσαιωνικής Ευρώπης.
Τα επίγεια πλούτη δεν ήταν βέβαια το μόνο μέλημα του μαύρου κροίσου που αποκαλούσαν «Λέων του Μάλι», καθώς ως ευσεβής μουσουλμάνος ασχολήθηκε με πολλά και διάφορα. Ειδικά η δράση του στο Τιμπουκτού, όπου έχτισε σχολεία, τζαμιά και κέντρα μάθησης, αστικοποιώντας ουσιαστικά την πόλη, περιλαμβάνεται στην παρακαταθήκη του σε κείνη τη γωνιά της Αφρικής.
Αφού βασίλεψε για 25 χρόνια, ο Μάνσα Μούσα πέθανε πιθανότατα το 1337 και τον διαδέχθηκε ο γιος του, κληρονομώντας τα αμύθητα πλούτη του μπαμπά, που έφτασαν για πάμπολλες ακόμα γενιές. Ακόμα και σήμερα, στέκουν μεγαλόπρεπα μαυσωλεία, τζαμιά, βιβλιοθήκες και άλλα οικοδομήματα που πιστοποιούν τη χρυσή εποχή του πολυχρονεμένου αφρικανού αυτοκράτορα της Δυτικής Αφρικής.
Πρώτα χρόνια
Ο Μούσα Κεϊτά Α’ γεννιέται περί το 1280 ως μέλος του βασιλικού οίκου της Αυτοκρατορίας του Μάλι. Ο παππούς του, Αμπού Μπακρ Κεϊτά, ήταν αδερφός του ιδρυτή της αυτοκρατορίας, όπως μας λένε οι άραβες λόγιοι (η μόνη σοβαρή πηγή της εποχής). Ο Αμπού Μπακρ δεν ανέβηκε ποτέ στον θρόνο και ο γιος του, ο πατέρας του Μούσα, δεν έπαιξε κανέναν σημαίνοντα ρόλο στην ιστορία του έθνους.
Όπως μας λένε οι άραβες χρονογράφοι, ο Μούσα ανέβηκε στον θρόνο μέσω της πρακτικής του ορισμού κάποιου αντιβασιλέα όταν ο ηγεμόνας πήγαινε για προσκύνημα στη Μέκκα ή σε κάποια άλλη αποστολή. Συνήθως ο αυτοκράτορας έστεφε κατόπιν διάδοχό του τον αναπληρωτή.
Έτσι φαίνεται να έγινε και στην περίπτωσή του, όταν τον έχρισε διάδοχό του ο Αμπουμπακάρι Κεϊτά Β’, πριν επιβιβαστεί στα καράβια του για να εξερευνήσει τα όρια του Ατλαντικού Ωκεανού και δεν επιστρέψει ποτέ. Ο Κεϊτά Β’ δεν πίστευε πως ήταν αδύνατο να φτάσει κάποιος στις εσχατιές του ωκεανού που περιέβαλλε τη Γη (του Ατλαντικού δηλαδή) και ήταν αποφασισμένος να το αποδείξει.
Κι έτσι επάνδρωσε κάπου 200 καράβια με στρατό, χρυσό και προμήθειες για αρκετά χρόνια και διέταξε τον ναύαρχό του να μη γυρίσει πίσω αν πρώτα δεν έφτανε στο τέλος του ωκεανού. Έπειτα από πολύ καιρό, ένα καράβι επέστρεψε για να διηγηθεί τις ανείπωτες περιπέτειες της αποστολής και τον πνιγμό όλων των άλλων.
Ο Κεϊτά δεν τον πίστεψε και, όπως μας λένε οι αραβο-αιγυπτιακές πηγές, επάνδρωσε τώρα 2.000 καράβια, έδωσε την αντιβασιλεία στον ξάδερφό του Μούσα και απέπλευσε για τον χαμό του. Δεν ξανάκουσαν ποτέ για κείνον στο Μάλι. Το ίδιο εξάλλου θα έκανε και ο ίδιος ο Μούσα όταν έφυγε για το προσκύνημα στη Μέκκα, ορίζοντας διάδοχό του τον γιο του, Μάγκα Κεϊτά.
Ο Μούσα πήρε τον τίτλο του Μάνσα το 1307 (ή 1312) ως ο δέκατος σουλτάνος της ήδη ξακουστής Αυτοκρατορίας του Μάλι. Κι ενώ θα κατακτούσε κάπου 24 περιοχές και θα επέκτεινε καθοριστικά τα σύνορα της αυτοκρατορίας του, η βόρεια Αφρική, η Μέση Ανατολή και η Ευρώπη θα τον μάθαιναν από κείνο το θρυλικό προσκύνημά του στη Μέκκα το 1324…
Ταξίδι στη Μέκκα
Στον 17ο χρόνο της βασιλείας του, ο Μούσα είπε να τηρήσει την υπόσχεσή του ως καλός μουσουλμάνος και να πάει να προσκυνήσει στην ιερή πόλη. Αυτή θα ήταν μια περίλαμπρη πορεία που θα ενημέρωνε τον υπόλοιπο κόσμο για τον απαράμιλλο πλούτο του Μάλι. Η λαμπερή προπομπή που ξαπέστειλε σε Κάιρο και Μέκκα, μας λένε με μια δόση υπερβολής οι άραβες λόγιοι, έκανε τον εκτυφλωτικό ήλιο της Αφρικής να κρύβεται από ντροπή!
Ταξιδεύοντας από την πρωτεύουσα του βασιλείου του, στα βόρεια της Κοιλάδας του Νίγηρα, στη (σημερινή) Μαυριτανία κι από κει στη (σημερινή) Αλγερία, έφτασε κάποια στιγμή στο Κάιρο. Συνοδευόταν από 60.000 άντρες, μεταξύ αυτών και οι 12.000 προσωπικοί αυτοκρατορικοί σκλάβοι, όλοι τους ντυμένοι με μπροκάρ και περσικό μετάξι, που ήταν διακοσμημένα με χρυσά κεντήματα.
Ο αυτοκράτορας ίππευε μάλιστα το άλογό του και μπροστά του είχε τουλάχιστον 500 σκλάβους που ο καθένας μετέφερε κάποιο δώρο από ατόφιο χρυσάφι. Πίσω του είχε καμιά ογδονταριά καμήλες που κουβαλούσαν αναρίθμητα κιλά χρυσού. Η εντύπωση που έκανε στους Αιγύπτιους ήταν τουλάχιστον πρωτόγνωρη.
Δεν ήταν μόνο η γενναιοδωρία του στους ευγενείς και ο οίκτος του στους φτωχούς, ούτε και τα χρυσοποίκιλτα ρούχα του. Ήταν κυρίως, όπως μας λένε οι αιγύπτιοι χρονογράφοι, ο τρόπος με τον οποίο φερόταν στους δικούς του, ακόμα και στους δούλους του. Το Κάιρο που επισκέφτηκε ο Μάνσα Μούσα ηγεμονευόταν από έναν από τους μεγαλύτερους μαμελούκους σουλτάνους, τον ίδιο τον Αλ Μαλίκ αλ-Νασίρ.
Ο προσκυνηματικός σκοπός του ταξιδιού του μαύρου αυτοκράτορα λίγο έλειψε μάλιστα να προκαλέσει διπλωματικό επεισόδιο, καθώς μόλις και μετά βίας δέχθηκε να συναντηθεί με τον αιγύπτιο σουλτάνο τον Ιούλιο του 1324, παρά την παροιμιώδη ευγένειά του. Καιρό για χάσιμο σε ανέξοδες κουβέντες δεν είχε! Άραβας ιστορικός που επισκέφθηκε το Κάιρο δώδεκα χρόνια μετά το πέρασμα του Μάνσα βρήκε τους κατοίκους της πόλης ακόμα μαγεμένους με τον γενναιόδωρο Αφρικανό. Ο οποίος πλημμύρισε την αγορά του Καΐρου και τους φτωχούς με τόσο χρυσάφι που έριξε την αξία του στα Τάρταρα. Ακόμα και δώδεκα χρόνια μετά, η τιμή του χρυσού παρέμενε αξιοσημείωτα χαμηλή στην Αίγυπτο!
Ηγεμόνες της Δυτικής Αφρικής είχαν κάνει πολλά προσκυνήματα στη Μέκκα πριν από τον Μάνσα Μούσα, κανείς ωστόσο δεν προξένησε τέτοια εντύπωση όσο ο αυτοκράτορας του Μάλι. Η φήμη του εξαπλώθηκε τώρα πολύ μακρύτερα από τη Μαύρη Ήπειρο. Πολλά μουσουλμανικά βασίλεια της Βόρειας Αφρικής αλλά και χριστιανικά έθνη της Ευρώπης ήθελαν πλέον να φτάσουν στην πηγή του απροσμέτρητου πλούτου του Μούσα Α’…
Το ταξίδι κράτησε μεταξύ 1324-1325 και θα έκανε θρυλικό τον αφρικανό σουλτάνο. Για τον ίδιο, το Ισλάμ ήταν «η πύλη για τον πολιτισμένο κόσμο της Ανατολικής Μεσογείου» και θα περνούσε το υπόλοιπο της ζωής του προσπαθώντας να εγκαθιδρύσει τον μουσουλμανισμό στα ολοένα και μεγαλύτερα εδάφη του.
Από κάθε πόλη που πέρασε, όπως η Μεδίνα, έδινε χρυσό στους φτωχούς και αντάλλαζε χρυσάφια με πενιχρής αξίας σουβενίρ. Και βέβαια, όπως μας διαβεβαιώνουν οι πηγές, έχτιζε ένα νέο τζαμί κάθε Παρασκευή! Πολλοί θαμπωμένοι ιστορικοί και λόγιοι ακολουθούσαν το καραβάνι του, καθώς το δέος που προκαλούσε τόσο ο πλούτος όσο και η προσωπικότητά του δεν άφηναν κανέναν ασυγκίνητο.
Ήταν αυτοί οι χρονογράφοι που κατέγραψαν τους τρόπους με τους οποίους έπληξε η γαλαντομία του τις περιοχές απ’ όπου πέρασε το καραβάνι του. Η ξαφνική εισροή τόσου χρυσού υποτίμησε την αξία του μετάλλου και οι επιπτώσεις της απλοχεριάς του γίνονταν αισθητές τουλάχιστον για μια δεκαετία. Επιστρέφοντας μάλιστα από τη Μέκκα και βλέποντας τον αντίκτυπο της πράξης του, δεν είχε κανένα πρόβλημα να αγοράζει πίσω όλο τον χρυσό που είχε δωρίσει, μπας και επιστρέψει η αξία του μετάλλου στα κανονικά υψηλά της επίπεδα. Αυτή ήταν η μόνη καταγεγραμμένη φορά που ένας άντρας ανεβοκατέβαζε την τιμή του χρυσού στη Μεσόγειο…
Η περίοδος των κατακτήσεων
Επιστρέφοντας στο Μάλι, ο Μούσα Α’ επιδόθηκε σε μια κατακτητική εκστρατεία που θα άφηνε την αυτοκρατορία του μια από τις μεγαλύτερες της εποχής. Όπως έχουν υπολογίσει, ήθελες κάπου έναν χρόνο για να τη διασχίσεις από τη μία άκρη στην άλλη. Κι ενώ αυτό ήταν άλλη μια υπερβολή των ιστορικών, είναι γνωστό πως όταν ο Μάνσα ήταν στη Μέκκα, ένας από τους στρατηγούς του κατέλαβε την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας των Σονγκάι, Γκάο. Η προσάρτηση της Αυτοκρατορίας των Σονγκάι στην Αυτοκρατορία του Μάλι επέκτεινε άρδην τη συνοριακή γραμμή του βασιλείου.
Ο Μούσα ήταν τόσο χαρούμενος με την επιτυχία του στρατηγού του που αντί να γυρίσει στην πρωτεύουσά του επισκέφθηκε το Γκάο. Εκεί δέχθηκε την υποτέλεια του βασιλιά των Σονγκάι και πήρε ομήρους τους δυο του γιους. Στο Γκάο και το εξίσου σπουδαίο Τιμπουκτού εξουσιοδότησε έναν περίφημο άραβα αρχιτέκτονα από τη Γρανάδα (και πολλούς ακόμα από όλη την Ανδαλουσία) να αλλάξει το τοπίο των πόλεων, προβαίνοντας σε ένα τεράστιο πλάνο ανασυγκρότησης. Ήταν η πρώτη φορά που χρησιμοποιήθηκαν τούβλα στη Δυτική Αφρική!
Με τους χειρισμούς του Μούσα, το Τιμπουκτού μετατράπηκε σε επίκεντρο της περιοχής και ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά κέντρα του καιρού, διαθέτοντας εμπορικούς δρόμους με το Κάιρο αλλά και όλες τις μεγάλες πόλεις της Βόρειας Αφρικής. Οι έμποροι από τη Βενετία, τη Γρανάδα και τη Γένοβα πρόσθεσαν τώρα το Τιμπουκτού στους αγαπημένους τους επαγγελματικούς προορισμούς.
Ταυτοχρόνως, ο οραματιστής βασιλιάς έλαβε ιδιαίτερη μέριμνα για την προαγωγή των γραμμάτων και των τεχνών, αλλά και τον περαιτέρω εξισλαμισμό των εδαφών του. Μεγάλα εκπαιδευτικά και θρησκευτικά κέντρα χτίστηκαν επί των ημερών του.
Όπως έγραψε σημαντικός ιταλός λόγιος που επισκέφτηκε το Μάλι κατά τη βασιλεία του Μούσα: «Κι έτσι έστρωσε τα θεμέλια ενός αστικού πολιτισμού. Στον κολοφώνα της ακμής του, το Μάλι διέθετε τουλάχιστον 400 πόλεις και το εσωτερικό της Κοιλάδας του Νίγηρα ήταν ιδιαιτέρως πυκνοκατοικημένο».
Όσο για το πανεπιστήμιο που ίδρυσε στη Σανκορέ, έφερε άραβες νομικούς, αστρονόμους και μαθηματικούς από τις τέσσερις γωνιές του γνωστού κόσμου. Διέθετε τη μεγαλύτερη συλλογή βιβλίων και περγαμηνών της Αφρικής από τα χρόνια της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, κάπου 1 εκατ. τόμους, και μπορούσε να διδάξει 25.000 φοιτητές.
Ο μεγάλος Μάνσα Μούσα πέθανε πιθανότατα το 1337, αν και εδώ δεν υπάρχει ιστορική συναίνεση. Μπορεί όμως να έφυγε από τη ζωή και το 1332, καθώς εδώ οι πηγές δεν συμφωνούν καθόλου. Οι ηθικές, θρησκευτικές και πνευματικές παρακαταθήκες του έζησαν όμως για πολλές δεκαετίες μετά τον θάνατό του…