Υπάρχουν τόποι που έχουν τη δική τους μνήμη. Τέτοιος τόπος είναι και το Αθαμάνιο Άρτας. Ένας Ηπειρώτικος τόπος, που εδώ και πεντακόσια χρόνια έδινε λιτούς, εύθυμους και σκληραγωγημένους ανθρώπους. Ένας τόπος που ανήκει σε ένα βουνό, στα Τζουμέρκα. Ένα ορεινό χωριό της Άρτας, στα ριζά των Τζουμέρκων. Ένα αγέρωχο κι όμορφο βουνό, άδεντρο και μεγαλόπρεπο.
Πατρίδα μας αρχικά είναι το χωριό, οι γονείς και οι φίλοι. Μετά, μένει ένας δρόμος, ένα λιανολίθαρο, ένα σπίτι, μια πλατεία, ένας αιωνόβιος έλατος.
Όταν πεθαίνουν οι γονείς και φίλοι, μένουν οι παιδικές αναμνήσεις και η γλώσσα. Και ορισμένες ξεχωριστές αναμνήσεις… Πάλλεται η ψυχή και αλέθεται σε γλυκά κι ελπιδοφόρα συναισθήματα, τότε που ο άνθρωπος «θυμάται» το νόημα ή την αποστολή του στο πεπερασμένο του βίου του. Τότε που γίνεται αυτός που είναι, ανυπότακτος και ελεύθερος.
Στα εβδομήντα θυμάσαι τα αισθήματα και στα δεκατρία τα ζεις. Αλλάζουν «χρώμα» τα αισθήματα. Μέχρι που αναρωτιέσαι: «Τα έζησα έτσι ;». Το να δημιουργείς αναμνήσεις και μνήμες είναι απαραίτητο, για να διατηρήσει το άτομο την ισορροπία του. Οι ανθρωπολόγοι το συνδέουν με την «επανάσταση του ανθρωπισμού μέσα στον άνθρωπο». Ίσως γιατί, για να δημιουργείς αναμνήσεις, απαιτείται η επιθυμία δημιουργίας και η μνημονιακή ικανότητα.
Το βιβλίο «Επιστροφή στην αθωότητα» του συμπατριώτη μας Κώστα Στασινού κατακλύζεται από μια νοσταλγία. Είναι μια προσωπική ιστοριογραφία ενηλικίωσης. Είναι μια διαδρομή της παιδικής και εφηβικής ηλικίας.
Είναι τα χρόνια της αθωότητας. Ανέμελη ζωή, που τη θυμάσαι με αγάπη και νοσταλγία. Όμορφα χρόνια κι ας πέρασαν μέσα στη στέρηση και τη φτώχεια. Βιώματα, χαρές και λύπες. Χωρίς καμία προσπάθεια εξωραϊσμού, αγιοποίησης ή αποκήρυξης του παρελθόντος, ο συγγραφέας ακονίζει τη μνήμη του…
Ο Κώστας Στασινός αφηγείται τις ιστορίες της πατρογονικής του γης, του Αθαμάνιου Άρτας. Εκεί ήταν οι ρίζες του. Οι εικόνες που χρησιμοποιεί ανακαλούν τη φύση και οι περιγραφές αντλούν στοιχεία από το βάθος της ελληνικής και ηπειρώτικης γλώσσας.
Κάθε εικόνα που περιγράφει είναι πλούσια σε βάθος. Σπαρτιατική λιτότητα των φράσεων, που συνθέτουν τις έντονες εικόνες του. Λιτή και πυκνή λογοτεχνία. Το βιβλίο αυτό είναι ένα οδοιπορικό στο Αθαμάνιο και την Άρτα, τις δεκαετίας του 40’ και 50’. Είναι μια αποτύπωση της ιστορικής και πολιτισμικής εξέλιξης της περιοχής μας, τα δύσκολα και πέτρινα εκείνα χρόνια και μπορεί να αποτελέσει ισχυρό εργαλείο συλλογικής μνήμης αλλά και αφήγησης.
Ένα νοερό ταξίδι σε ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου, το Αθαμάνιο. Ένα μαρτυρικός και ξεχασμένος τόπος, που αφουγκράζεται την ιστορία αιώνων και οι θρύλοι του παραμένουν ζωντανοί μέσα στον χρόνο. Ορεινή γη, που σου αποκαλύπτει ένα τόπο σκληρό και ακατέργαστο, μα συνάμα γοητευτικό και συναρπαστικό. Βασανισμένο και ντελικάτο τοπίο.
Αυλακωμένο από βαθιά ρέματα, με γκρεμούς πριόνια, με πολλές κατολισθήσεις, με πλούσια βλάστηση από έλατα, κέδρους, πλατάνια, βάτα και φτερούσια. Ορίζοντες ανοιχτοί προς τα τέσσερα σημεία του με πανοραμικές θέες.
Ολόγυρα μια αγκαλιά βουνά, που σκύβουν πάνω από τα άγρια ποτάμια και τα λίθινα γεφύρια τους. Αέρηδες, καταιγίδες, χιόνια…Κανένας ήχος από ανθρώπινη δραστηριότητα δεν ταράζει την υπερβατική ησυχία. Μόνο κάποιες ξαφνικές ριπές του αέρα συρίζουν, γλιστρώντας στους γκρεμούς, προμηνύοντας ίσως την επερχόμενη αλλαγή του καιρού και κάποια φτερουγίσματα μιας πέρδικας ή ενός γερακιού και η κλαψιάρικη λαλιά του γκιώνη …
Ανασκάλεμα της μνήμης, χώροι πατρογονικών αφηγήσεων, επινόηση του παρελθόντος. Αντικείμενα, γεγονότα, δρόμοι, άνθρωποι, γεωργοί, βοσκοί, μνήμες, μνημεία, παμπάλαια μοναστήρια και εκκλησίες, σπηλιές, ποτάμια, χαράδρες, φαράγγια, ξερολίθαρα, ξερολάγκαδα, χερσολίβαδα, βρυσούλες, φτέρες, ασφάκες, πεύκα, έλατα, πλατάνια, φιλόξενα χωριά, τόποι αλαργινοί, το παρόν και το μέλλον, όλα είναι στοιχισμένα στην ύπαρξή τους, μέσα στις διαστάσεις τους και τις σημασίες τους, που κράτησαν ή και διεκδικούν, όλα ένα πανέμορφο τοπίο, ένα μαρτυρικό τόπο, το Αθαμάνιο της Άρτας, που όλοι γνωρίζουμε-ίσως αγνοώντας το.
Η ταυτότητα, η μνήμη, η υπερηφάνεια, η λεβεντιά των ορεσίβιων, η παλικαριά, η τόλμη, η μπέσα, η σχέση με την παράδοση, η μουσική, ο χορός, η αφήγηση, η πίστη, η σχέση με το Θεό είναι μερικά από τα μοτίβα-κλειδιά σε αυτό το συναρπαστικό βιβλίο.
Ένα ταξίδι ζωής, ένα βιβλίο ποταμός με τις πηγές του στα πρώιμα χρόνια της ελληνικής μαθητικής νιότης, χρόνια αγάπης, φιλίας, αγαθότητας, αλληλεγγύης και νοσταλγίας. Ένα φουρτουνιασμένο ποτάμι των πέτρινων και δίσεκτων χρόνων, που παρασέρνει τα πάντα στο διάβα του… Πόλεμος του ‘40, μαύρη περίοδος Κατοχής, Εμφύλιος, κρίσιμη μετεμφυλιακή περίοδος, φτώχια, δυστυχία, κακουχίες, πείνα και ανέχεια. Κειά τα χρόνια!! Χρόνια δίσεκτα, θλίψη και απογοήτευση. Πίκρα, φαρμάκι και δηλητήριο.
Αποκάρδιωση και θάνατος. Χρόνια δύσκολα. Κι όμως μέσα σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες, μες σε εκείνη την απελπισία, φύτρωσε στις ψυχές εκείνων των παιδιών του Αθαμανίου, η ηδονιστική προσδοκία κι ο πόθος για μια διαφορετική ζωή, ζωντάνεψε η ελπίδα για μια καλύτερη ζωή και μια δίψα για γράμματα.
Μια γενιά ξυπόλυτη, ρακένδυτη και πεινασμένη, που έμαθε γράμματα. Τότε που οι μέρες και οι ώρες αγρίευαν τον άνθρωπο, τον τόπο και τη ζωή τους…Τότε που όλα τα χαμαν, έτσι τουλάχιστον νομίζαμαν, και τίποτα δεν είχαμαν…Τότε που ζούσαμε…
Κείμενα και εικόνες καθηλώνουν, σπάζοντας το φράγμα της λήθης, ανασταίνουν παιδικές και εφηβικές στιγμές και σκηνές, περιγράφονται βιώματα, ξυπνάνε συνειδήσεις…Κείμενα που φωτίζουν τα συναισθήματα, τα τοπία της ψυχής, ορίζουν καλύτερα την κίνηση των προσώπων.
Ο Κώστας Στασινός κάνει μια αναδρομή στη ζωή του, κάνει ένα απολογισμό της ζωής του, προσπαθεί να ανασυνθέσει το παρελθόν του. Επιχειρεί να κολλήσει μια για πάντα τα κομμάτια του, να βάλει σε μια τάξη τις νεκρωμένες του αναμνήσεις.
Προσπαθεί να μην του ξεφύγει τίποτα από το παρελθόν του, αφού ξέρει ότι έχουμε ζήσει, βρίσκεται μέσα μας και κανείς δεν μπορεί να αλλάξει το παραμικρό γεγονός, την παραμικρή λέξη. Γυρίζει στο παλιόΑθαμάνιο, που ήταν γεμάτο φωνές, τραγούδια, πείνα, στερήσεις, νεκρούς και φαντάσματα.
Η μνήμη είναι σαν καθρέφτης φαντασμάτων! Ξέρει ότι ένα μέρος που δεν έχει μνήμη, δεν έχει τίποτα. Ο Κώστας Στασινός δεν θέλει να αφήσει τους αγαπημένους νεκρούς του χωριού του, να πεθάνουν εντελώς. Οι αγαπημένοι νεκροί του δεν είναι στον ουρανό, μα στη μνήμη του, στις επιθυμίες του και στη φαντασία του. Τους θυμόταν όλους; Ε λοιπόν εκεί ζούσαν, στη μνήμη του, άγρυπνοι φρουροί του Αθαμανίου Άρτας.
Ο Κώστας διηγείται τη ζωή του, έχει ανάγκη να μάθει τι αξία είχε η ζωή του. Αν το θέμα είναι να διηγηθεί τη ζωή του, να τη διηγηθεί στα αλήθεια, τότε θα πρέπει να ξεκινήσει από τον παππού του, τον Φώτη, μετά τον πατέρα του, τον Γιωργηφώτη(στεγνές ανθρώπινες φιγούρες, ψημένες στον ήλιο, τον αέρα και τη φτώχεια), έπειτα τα κανακέματα εκείνης της ακούραστης μάνας του, της Ταρσίτσας, την Γιώργαινα την ευλογημένη γυναίκα-αντρογύναικα, τη μάνα που κουβέντιαζε με τα ζώα και τα σπαρτά, τις πέτρες και τους βράχους του Αθαμανίου, που συγκρατούν όλα τα χρώματα του κόσμου, τις φωνές των μικρών παιδιών του χωριού του, που έμοιαζαν με γυαλί που έσπαζε, τα αγόρια που πετάνε πέτρες στα ρέματα του χωριού, τους φίλους του, τους συμμαθητές του και τα παιδιά της γενιάς του ‘40, τις γριές που μοιρολογούσαν, τη μαυροφορεμένη Ηπειρώτισσα με το τσεμπέρι στο κεφάλι, όλες τις μανάδες που πατούσαν γερά στην αθαμανιώτικη γη, τις ηπειρώτισσες μητέρες που μετρούν τον ανθρώπινο χρόνο με βάση τις εκκλησιαστικές γιορτές, τον αδυσώπητο κύκλο των εποχών, την γυναίκα που κουβαλάει νερό με την βαρέλα, τις γυναίκες του Αθαμανίου που πλέναν τα ρούχα με την αλισίβα, τους καθρέφτες που είναι σκεπασμένοι με μαύρο ύφασμα, γιατί είχαν χάσει κάποιον δικό τους, τον σεβασμό στη μάνα γη, τις νύχτες τις κατοικημένες από ψυχές και νεράιδες, τις άσβηστες φωτιές των τσοπάνων, τις φωνές των νεκρών που ανεβοκατεβαίνουν τους λόφους του χωριού, και αντιλαλούσαν σε γκρεμούς και φαράγγια, τα μεγαλόπρεπα Τζουμέρκα, την ανατολή του ήλιου από τα ψηλώματα των Ραδοβιζίων, τον αγριότοπο του συνοικισμού Λούροι, τα σκληρά λογγωμένα πετροτόπια, τα ρόγκια, τη βουνίσια θρούμπι, τις κορομηλιές, τις κυδωνιές, τις κερασιές, τα κλήματα, τα αλυχτίσματα των σκυλιών, τα κοάσματα των πουλιών, τιςκρωξιές των πουλιών, το αλώνι, το μουλάρι την Γκέσα, το καλαμπόκι, το στάρι, τα φασόλια, τις πατάτες, τα πέτρινα τζουμερκιώτικα φτωχικά χαμόσπιτα, το καφενείο του Λάμπρου Τσιώρη, τα φορτηγά αυτοκίνητα που μετέφεραν ζώα, ανθρώπους και πράγματα, την οικογένεια που ήταν γερά δεμένη, τη συγγένεια, τη φιλία, την αλληλεγγύη, την μπέσα, το φιλότιμο την ντομπροσύνη και το δάκρυ, την Κόκκινη εκκλησιά, την χαρτοπαιξία, τα παιχνίδια και τα πειράγματα, τα κεφάτα γλέντια με τα τραγούδια και τους χορούς, τα γοητευτικά δημοτικά τραγούδια, το μελωδικό κλαρίνο του Νίκου Καρακώστα, τα μεντάνια, το τσίμπημα της οχιάς, τις κυριαρίνες, την κουκουβάγια, την φτερωτή γάτα του γεωργού, τα παπούτσια με τα πεταλάκια, τα άσπρα παπούτσια της ΕΛΒΙΕΛΑ, το μαθητικό καπέλο, την πλάκα και το κονδύλι, το Αλφαβητάρι, τις ξυλιές με την κρανίσια λούρα, το ράβδισμα στις καρυδιές, το σάλαγο των ζωντανών, τα γέλια και οι φωνές στη γειτονιά, τα κουτσομπολιά και οι κακογλωσσιές, το ψωμί στη γάστρα, το καλαμποκίσιο ψωμί, τις λίγες ελιές, το τυρί, τη φασολάδα με το μπόλικο κρεμμύδι και το πιπέρι, το καφόμπρικο, τους ασπρισμένους τενεκέδες με τις μαντζουράνες, τη σαρμανίτσα, τη βαρέλα με το νερό, τη ρόκα και το αδράχτι, τις συνάξεις των πουλιών, τα ανεπανάληπτα ηχοχρώματα του Αθαμανίου, τα μυρωδάτα κυδώνια, το ντρίλινο παντελόνι, τα τσιγάρα χύμα Ματσάγγου,τις καραμέλες ΝΑSKO, τον χαλβά,τηντόπατσούκα, την σφεντόνα,τον ο πετροπόλεμο, την ελονοσία, την ψώρα, το χτικιό, τις σουλφαμίδες, το καλμόλ, το γράμμα της βασίλισσας, τον αδελφοκτόνο πόλεμο, τους Γερμανούς και την Κατοχή, το τετράδιο «Αντιγραφής», τον φασίολο, το σχολείο του Αθαμανίου, το Γυμνάσιο της Άρτας, το μουχούστι, το κατάστημα των αδελφών Αγραφιώτη, το καφενείο-ουζερί του Τλούπα, το μπακάλικο του Φακίτσα και του Λαλάκου, τον φούρνο του Πίσπερη, τον κεφαλονίτη έμπορο ζώων,τις αχυροκαλύβες της Βαλαώρας, το Πετροβούνι, τη θεοδωριανίτικη παροικία, ο «Καναράς», το νυφοπάζαρο της Σκουφά, τα πλούσια ήθη και έθιμα του Αθαμανίου(Λουψίστα), την Άρτα του Πύρρου και των Κομνηνών, τον πέτρινο όγκο των Τζουμέρκων και την Ήπειρο.
Αθαμάνιο. Ένας τόπος ήσυχος και γαλήνιος. Ένας τόπος αναμνήσεων.
Απλή, ποιητική λυρική και συνάμα συγκλονιστική αφήγηση. Τρυφερές λέξεις, εικόνες ολοζώντανες. Πρόκειται για ένα βιβλίο άψογο από τεχνική άποψη, απολαυστικό στο ξεφύλλισμα, μαγευτικό στο διάβασμα.
Είναι ένα βιβλίο αγάπης, νοσταλγίας, κάποιου πόνου. Lacrymae Rerum. Να κλαις για αυτά που χάνονται , ανεπίστρεπτα και ταυτόχρονα να είσαι υπέρ της αλλαγής, που τα καταδικάζει στην εξαφάνιση!
Ένα συναρπαστικό και συγκινητικό βιβλίο, βουτηγμένο στην Ιστορία και τις μνήμες. Ένα βιβλίο για την επιβίωση, την αθωότητα, την επιείκεια και την ανθρωπιά, αλλά ταυτοχρόνως και τη βαρβαρότητα μιας πέτρινης εποχής, που σάρωσε την Ελλάδα.