Η σφαγή του Κομμένου ήταν μια από τις μεγαλύτερες σφαγές αμάχων στην ιστορία της Γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα. Διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, στις 16 Αυγούστου 1943, στο χωριό Κομμένο που βρίσκεται στο νομό Άρτας και είναι χτισμένο κοντά στις όχθες του ποταμού Άραχθου. Συνολικά 317 άνθρωποι δολοφονήθηκαν, από τους οποίους 97 νήπια και παιδιά ηλικίας μέχρι 15 ετών, ενώ 119 ήταν γυναίκες.
Η μηχανοκίνητη μονάδα ναζιστικών στρατευμάτων από τη Φιλιππιάδα, με εντολή της Διοίκησης Ιωαννίνων, εισέβαλε στο χωριό Κομμένο της Άρτας τα χαράματα της 16ης Αυγούστου 1943. Είχαν πρόσχημα τα αντίποινα για την ύπαρξη ανταρτών του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ στην περιοχή. Το χωριό κοιμόταν ήσυχο μετά από γαμήλια γιορτή που είχε γίνει την προηγούμενη ημέρα. Στο χωριό υπήρχαν και ορισμένοι φιλοξενούμενοι από την Πρέβεζα.
Την εποχή εκείνη πρακτικά το Κομμένο ανήκε στο Νομό Πρέβεζας με θαλάσσια επικοινωνία. Τα ναζιστικά στρατεύματα προέβησαν σε μια άνευ προηγουμένου σφαγή του άμαχου πληθυσμού. Έστησαν πολυβόλα στις εισόδους του χωριού, εισέβαλαν στα σπίτια και σκότωσαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους και στο τέλος έβαλαν φωτιά και τα έκαψαν. Λίγοι ξέφυγαν με βάρκες στον Αμβρακικό Κόλπο. Στο τέλος της σφαγής οι ναζί στρατιώτες κάθισαν στην πλατεία του χωριού όπου έφαγαν και ήπιαν μπύρες αφήνοντας εκεί άδειες κονσέρβες, δίπλα σε 7 πτώματα.
Συνολικά οι νεκροί της σφαγής ήταν 317 άτομα. Διασώθηκαν 440 άτομα. Η σφαγή του Κομμένου Άρτας είναι ισοδύναμη με αυτή των Καλαβρύτων και του Διστόμου.
Ο αείμνηστος Στέφανος Παππάς, μετέπειτα γυμνασιάρχης, από το Κομμένο, νεαρός τότε επέζησε της σφαγής και έγραψε βιβλίο με πλήρη περιγραφή των γεγονότων. Ένα απόσπασμα από το βιβλίο του είναι το εξής:
«Οι πρώτοι προστρέξαντες μετά την ανθρωποσφαγή Γρηγόρης Κολιοκώτσης και Ευστάθιος Κολιοκώτσης, ευρήκαν τις δύο ξαδέρφες των Αθηνά και Θεοδοσία νεκρές από σφαίρες πιστολιού και φανερότατα τα ίχνη του βιασμού. Αλλα παραδείγματα μακαβρίου εγκληματικότητας είναι τα δύο μωρά του μακαρίτη Ευστάθιου Κολιοκώτση ηλικίας 7 μηνών, που ευρέθηκαν νεκρά από ασφυξία, γιατί οι κακούργοι εγέμισαν τα στόματά των με βαμβάκι βρεγμένο με βενζίνη και κατόπιν το άναψαν για να απολαύσουν ένα σαδιστικό πυροτέχνημα.
Ευρέθη επίσης ο δεύτερος παππάς του χωριού Ζώης Παππάς σκοτωμένος με μαχαίρι και με εξωρυγμένους τους οφθαλμούς. Ως επισφράγισμα της θηριωδίας των ανωτέρω αναφέρω ένα πρωτάκουστο κακούργημα. Η ετοιμογέννητη Παναγιώτα σύζυγος του Λεωνίδα Τσιμπούκη βρέθηκε νεκρή με την κοιλιά ξεσχισμένη και το έμβρυο νεκρό δίπλα της, όπως βεβαιώνει ο αυτόπτης μάρτυρας Θεόδωρος Σταμάτης.
Μια φράση είχε μείνει στο μυαλό των αντρών μετά από χρόνια: «Θα μπούμε στο χωριό και δεν θ΄ αφήσουμε τίποτε όρθιο» .
Οι στρατιώτες σκότωναν όποιον έβρισκαν μπροστά τους ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας. Έμπαιναν στα σπίτια των αιφνιδιασμένων χωρικών και ξεκλήριζαν ολόκληρες οικογένειες. Χαρακτηριστικό είναι ότι 20 οικογένειες ξεκληρίστηκαν μέχρις ενός. Επί 9 ώρες οι Γερμανοί σκότωναν, βίαζαν, έκαιγαν και κατέστρεφαν ότι υπήρχε στο διάβα τους. Όταν αποχώρησαν είχαν αφήσει πίσω τους 317 νεκρούς, μεταξύ των οποίων 97 νήπια και παιδιά μέχρι 15 χρονών και 119 γυναίκες.