Οι γυναίκες που έχουν υποστεί σεξουαλική βία – επίθεση, σεξουαλική παρενόχληση στο εργασιακό περιβάλλον τους ή και τα δύο, αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο σε βάθος χρόνου για να εμφανίσουν υπέρταση, σε σχέση με τις γυναίκες χωρίς τέτοιο τραυματικό ιστορικό, σύμφωνα με μια νέα μεγάλη αμερικανική επιστημονική έρευνα, την πρώτη που κάνει αυτή τη συσχέτιση.
Σύμφωνα με τη νέα μελέτη, ο κίνδυνος υπέρτασης λόγω σεξουαλικής βίας είναι ανάλογος σε μέγεθος με άλλους παράγοντες που έχουν έως τώρα τραβήξει περισσότερο την προσοχή, όπως η σεξουαλική κακοποίηση στην παιδική ή εφηβική ηλικία, η αϋπνία ή η περιβαλλοντική ρύπανση.
Σχεδόν το 43% των γυναικών άνω των 20 ετών έχουν υψηλή αρτηριακή πίεση (130/80 mm Hg και πάνω), σύμφωνα με την American Heart Association.
Η υπέρταση αποτελεί γνωστό σημαντικό παράγοντα κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο, την κύρια αιτία θανάτου των γυναικών.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την επιδημιολόγο δρα Ρεμπέκα Λόουν της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ της Βοστώνης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Journal of American Heart Association«, ανέλυσαν στοιχεία για 33.127 γυναίκες με μέση ηλικία 53 ετών, που παρακολουθήθηκαν επί επτά έτη και οι οποίες δεν είχαν ιστορικό υπέρτασης ούτε έπαιρναν αντι-υπερτασικά φάρμακα στην αρχή της μελέτης. Στην πορεία της έρευνας 7.100 γυναίκες ή περίπου η μία στις πέντε (21%) εμφάνισαν υπέρταση.
Περιστατικά σεξουαλικής επίθεσης κάποια στιγμή στη ζωή τους είχε βιώσει το 23% των γυναικών, σεξουαλικής παρενόχλησης στον χώρο εργασίας το 12%, ενώ το 6% είχε υποστεί και τα δύο.
- Σε σύγκριση με τις γυναίκες που δεν είχαν καθόλου τέτοιες εμπειρίες, οι γυναίκες που ανέφεραν ότι είχαν βιώσει τόσο επίθεση όσο και παρενόχληση, είχαν 21% αυξημένο κίνδυνο υπέρτασης.
- Όσες ήταν θύματα σεξουαλικής επίθεσης, είχαν 15% αυξημένο κίνδυνο.
- Εκείνες που είχαν υποστεί εργασιακή παρενόχληση, είχαν 11% μεγαλύτερο κίνδυνο για υψηλή αρτηριακή πίεση.
Η μελέτη δεν βρήκε συσχέτιση του αυξημένου κινδύνου υπέρτασης με το ιστορικό άλλων τραυματικών εμπειριών στις γυναίκες πέρα από τη σεξουαλική βία ή την παρενόχληση, πράγμα που, κατά τη Λόουν, «δείχνει ότι ο αυξημένος κίνδυνος για υπέρταση δεν φαίνεται να σχετίζεται με την έκθεση σε όλες τις τραυματικές εμπειρίες. Από την άλλη, όσες βίωσαν τόσο σεξουαλική επίθεση όσο και σεξουαλική παρενόχληση στο εργασιακό περιβάλλον τους, είναι αυτές που έχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο υπέρτασης».
Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι μέχρι σήμερα η σεξουαλική βία γενικά δεν έχει αναγνωριστεί ως παράγοντας καρδιαγγειακού κινδύνου για τις γυναίκες, κάτι που πρέπει να αλλάξει.
Η Λόουν επεσήμανε ότι «οι εμπειρίες σεξουαλικής βίας με τη μορφή επίθεσης ή παρενόχλησης στην εργασία είναι συνηθισμένες και οι γυναίκες είναι δυσανάλογα τα θύματα τέτοιας βίας, με το 13% έως 44% των γυναικών να αναφέρουν σεξουαλικές επιθέσεις και έως το 80% εργασιακή σεξουαλική παρενόχληση.
Παρόλα αυτά, η έκθεση στη σεξουαλική βία δεν έχει αναγνωριστεί ευρέως ότι επηρεάζει την καρδιαγγειακή υγεία των γυναικών».