Στον Ιερό Ναό Γενεσίου της Θεοτόκου, στο συνοικισμό Αμπέλια, σε μικρή απόσταση από τον οικισμό Μεγαλόχαρη του Δήμου Γεωργίου Καραϊσκάκη, βρέθηκε κλιμάκιο της Εφορείας Αρχαιοτήτων Άρτας προκειμένου να συγκεντρώσει τα απαραίτητα στοιχεία για τη σύνταξη μελέτης στερέωσης και αποκατάστασης του ναού, καθώς και μελέτης συντήρησης των τοιχογραφιών.
Ο ναός αποτελούσε το καθολικό μονής αφιερωμένης στο Γενέσιον της Θεοτόκου, η οποία είναι γνωστή και ως Παναγία Μποτσιώτισσα. Από το μοναστηριακό συγκρότημα σώθηκε μόνο ο ναός, ο οποίος σήμερα λειτουργεί ως κοιμητηριακός. Με βάση κυρίως κατασκευαστικά στοιχεία, αλλά και τις χρονολογίες που φέρουν μερικές από τις εικόνες του τέμπλου, πιθανολογείται ότι το καθολικό κτίστηκε στα μέσα του 17ου αιώνα. Στην ίδια θέση, σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτη πληροφορία του Μητροπολίτη Σεραφείμ Ξενόπουλου, υπήρχε παλαιότερος ναός του 13ου αιώνα.
Στο πλαίσιο σύνταξης της μελέτης για τη συντήρηση των τοιχογραφιών, οι συντηρητές της Υπηρεσίας κ. Κωνσταντίνος Υψηλός, κ. Κατερίνα Μπασιάκου, κ. Γεώργιος Μπισμπίκης, έκαναν δείγματα καθαρισμού των μαυρισμένων τοιχογραφιών, τα αποτελέσματα των οποίων παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον. Συγκεκριμένα, στο νοτιοδυτικό τμήμα της καμάρας ήρθαν στο φως σκηνές από τον βίο του Αγίου Ευσταθίου. Πρόκειται για μία σχετικά σπάνια απεικόνιση του αγίου, η οποία, σύμφωνα με τις γνώσεις μας μέχρι σήμερα, δεν έχει εντοπιστεί σε άλλο μεταβυζαντινό μνημείο της Άρτας και είναι σπάνια σε μεταβυζαντινές τοιχογραφίες της Ηπείρου.
Στην παράσταση συμπτύσσονται δύο σκηνές από τον βίο του αγίου: του οράματός του και της αρπαγής της γυναίκας του από τον ναύκληρο του πλοίου. Εικονίζεται ο Ευστάθιος ως ειδωλολάτρης έφιππος σε λευκό άλογο να τοξεύει ελάφι (εικ. 3). Αριστερά παριστάνεται η αρπαγή της πλοίο στα κύματα σχηματικά αποδοσμένης θάλασσας, μέσα στο οποίο διακρίνονται τα κεφάλια δύο μορφών και η Θεοπίστη, σύζυγος του αγίου Ευσταθίου, δεμένη στο κατάρτι.
Οι τοιχογραφίες της Μεγαλόχαρης χρονολογούνται γενικά στον 17ο αιώνα, ωστόσο, έχει διαπιστωθεί μία φάση μεταγενέστερων επιζωγραφίσεων, που εντοπίζεται κυρίως στην καμάρα του Ιερού.
Καθώς οι τοιχογραφίες σήμερα είναι πολύ μαυρισμένες, δεν μπορεί να γίνει ασφαλέστερη χρονολόγησή τους και δεν αντλούνται πληροφορίες σχετικά με το καλλιτεχνικό ρεύμα που ακολουθεί ο ζωγράφος, αλλά και τα εικονογραφικά πρότυπα.
Η συντήρηση των τοιχογραφιών, η μελέτης της οποίας πρόκειται άμεσα να ολοκληρωθεί από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Άρτας, είναι βέβαιο ότι θα αποδειχθούν ωφέλιμες για το ίδιο το μνημείο, για την τοπική κοινωνία, στην κοινωνική και θρησκευτική ζωή της οποίας άλλωστε αυτό ανήκει, και οπωσδήποτε για την επιστημονική κοινότητα, δεδομένου ότι θα επιλυθούν ποικίλα ζητήματα της έρευνας και θα συμπληρωθούν οι γνώσεις μας για τη ζωγραφική τέχνη κατά τους μεταβυζαντινούς χρόνους.