Αρχαιολογικά ευρήματα αδημοσίευτα, εκτίθενται για πρώτη φορά στο κοινό και συνθέτουν ένα κομμάτι της ιστορίας της Ηπείρου.
Ο πλούτος των νέων ευρημάτων των ανασκαφών που διενεργεί η Εφορεία Αρχαιοτήτων Άρτας, στην περιοχή που άλλοτε καταλάμβανε η Αμβρακία, οδήγησε στην οργάνωση της περιοδικής έκθεσης, που γίνεται στην Άρτα, συνοδεύεται από διαλέξεις και φιλοξενεί τα πιο σημαντικά και καλύτερα διατηρημένα αντικείμενα.
Πρόκειται για σημαντικά έργα τέχνης της αρχαϊκής έως και της ρωμαϊκής περιόδου, τα οποία εμπλουτίζουν τις γνώσεις για την ιστορία της καλλιτεχνικής δημιουργίας στην Αμβρακία, αλλά και την ιστορία του αρχαίου εμπορίου αγαθών πολυτέλειας, σε μια περιοχή που αποτελούσε σημαντικό κόμβο μεταξύ της Ελλάδας και της Ιταλικής Χερσονήσου.
Η Αμβρακία είχε δύο νεκροταφεία, τα οποία βρίσκονται έξω από τα ογκώδη και επιβλητικά τείχη της πόλης. Η χρήση τους υπήρξε αδιάλειπτη, καλύπτοντας ένα ευρύ χρονολογικό φάσμα από τους αρχαϊκούς μέχρι και τους ρωμαϊκούς χρόνους, δηλαδή από την εποχή ίδρυσης της πόλης μέχρι και την εγκατάλειψή της.
Η δυτική Νεκρόπολη, από την οποία προέρχεται το σύνολο των αντικειμένων της περιοδικής έκθεσης βρίσκεται στην οδό Κομμένου και αναπτυσσόταν κατά μήκος μίας εντυπωσιακής λεωφόρου. Η ταφική λεωφόρος χρησιμοποιήθηκε παράλληλα και ως οδικός άξονας, που ξεκινούσε από τη νότια πύλη του τείχους και κατέληγε στον Άμβρακο, το επίνειο της πόλης στον Αμβρακικό κόλπο.
Εκατέρωθεν της λεωφόρου υψώνονταν ταφικοί περίβολοι, με πλήθος ταφών σε διαφορετικά επίπεδα. Πρόκειται για ταφικούς πιόσχημους περίβολους που περιέχουν τάφους όλων των ειδών (κιβωτιόσχημους, λακκοειδείς, κεραμοσκεπείς, ταφικές θήκες, κ.ά).
Ο ενταφιασμός είτε σε απλό λάκκο, είτε σε κιβωτιόσχημο τάφο ήταν ο συνηθέστερος τρόπος ταφής των νεκρών. Σε πολλές περιπτώσεις οι κιβωτιόσχημοι τάφοι ήταν οικογενειακοί και δεν περιορίζονταν μόνο σε μία αλλά σε περισσότερες ταφές. Πολύ συχνά απαντάται η πρακτική της ανακομιδής. Τα οστά του προηγούμενου ενταφιασμού παραμερίζονται ή συγκεντρώνονται σε ένα σημείο μέσα στον τάφο, προκειμένου να δημιουργηθεί ελεύθερος χώρος για τις νέες ταφές. Ένας άλλος τύπος ταφής, ιδιαίτερα διαδεδομένος αν και αρκετά δαπανηρός, ήταν η καύση των νεκρών.
Από τον λάκκο της πυράς τα λείψανα της καύσης περισυλλέγονταν και τοποθετούνταν στα τεφροδόχα αγγεία. Τα τεφροδόχα αγγεία τοποθετούνταν σε τετράγωνες θήκες ή στον οικογενειακό κιβωτιόσχημο τάφο ή απλώς θάβονταν σε λάκκους. Σπανιότερα απαντώνται οι ταφές σε σαρκοφάγους από πωρόλιθο ή μέσα σε μεγάλα αγγεία, συνήθως πίθους ή κρατήρες (για εγχυτρισμούς νηπίων).
Τα τεφροδόχα αγγεία, δηλαδή τα αγγεία στα οποία τοποθετούνταν τα λείψανα της καύσης του νεκρού, ήταν συνήθως πήλινα και σπανιότερα χάλκινα. Από τα πήλινα ξεχωρίζουν οι ερυθρόμορφες και μελαμβαφείς πελίκες. Οι μελαμβαφείς πελίκες κοσμούνται με κατακόρυφες ραβδώσεις στο σώμα και περίτεχνα ανάγλυφα εμβλήματα κάτω από τις λαβές.
Σε αρκετές περιπτώσεις φέρουν γραπτή διακόσμηση τύπου «δυτικής κλιτύος» στο λαιμό. Οι ερυθρόμορφες πελίκες, εγχώριες ή εισηγμένες, φέρουν πλούσιες παραστάσεις, με σκηνές από τον ιδιωτικό και δημόσιο βίο αλλά και λατρευτικών θεμάτων. Μία άλλη κατηγορία τεφροδόχων αγγείων είναι οι αμφορείς, άβαφοι, μελαμβαφείς (ενίοτε με παρόμοια διακόσμηση με αυτή των μελαμβαφών πελίκων), αλλά και αυτοί του «κυπριακού τύπου», που φέρουν γραπτή διακόσμηση με φυτικά μοτίβα.
Τέλος, έχουν έρθει στο φως -σε μικρότερη συχνότητα- χάλκινα τεφροδόχα αγγεία, στην πλειονότητα τους υδρίες και οινοχόες. Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η περίτεχνη διακόσμηση στις λαβές τους με πλαστικές μορφές, ανθρωπόμορφες ή μυθολογικών όντων.
Αξιοσημείωτο είναι ότι μέχρι σήμερα έχουν έρθει στο φως πάνω από 800 επιτύμβιες στήλες, αριθμός ικανοποιητικός, ώστε να εξαχθούν πορίσματα όσον αφορά στα ανθρωπονύμια των κατοίκων της Αμβρακίας και την εξέλιξη της γλώσσας στην πάροδο των αιώνων.
Το οστεολογικό υλικό από τη Δυτική Νεκρόπολη παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, καθώς ήρθε στο φως πολύ μεγάλος αριθμός σκελετών (περίπου 500). Η οστεολογική μελέτη απέδωσε σημαντικές πληροφορίες για το βιοτικό επίπεδο, τη θνησιμότητα, τις ασθένειες, τις διατροφικές συνήθειες και τις φυσικές δραστηριότητες του πληθυσμού της αρχαίας πόλης.
Άτομα όλων των ηλικιακών κατηγοριών και των δύο φύλων περιλαμβάνονται στο σκελετικό υλικό του νεκροταφείου.
Ο μέσος όρος ζωής υπολογίζεται για τους άνδρες περίπου στα 36-45 έτη και για τις γυναίκες στα 33-42 έτη. Το μέσο ανάστημα στην κλασική περίοδο υπολογίζεται για τους άνδρες στα 1,72μ. και για τις γυναίκες στα 1,58μ., ενώ στην ελληνιστική περίοδο το ύψος για τους άνδρες είναι 1,68μ. και για τις γυναίκες 1,56μ.