Στάλθηκε από τη Χούντα των Συνταγματαρχών το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου 1973 για να καταστείλει βίαια και δολοφονικά την εξέγερση των φοιτητών στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
«Μορφωμένο» το αποκαλούσαν με μια τραγική αίσθηση ειρωνείας μετά την αιματηρή επίθεση, καθώς ήταν το μόνο άρμα μάχης που έμπαινε ποτέ σε πανεπιστημιακό χώρο.
Το άρμα που εισέβαλε στο Πολυτεχνείο το μοιραίο βράδυ θα αποκάλυπτε σε όλη του τη σκοτεινή μεγαλοπρέπεια το σχέδιο των πραξικοπηματιών για άλλο ένα πλήγμα στη δημοκρατία.
Μόνο που τελικά τα πράγματα θα γύριζαν μπούμερανγκ, δίνοντας ένα ισχυρό ράπισμα στην Επταετία, που λίγο μετά θα κατέρρεε σαν χάρτινος πύργος. Λεκιασμένος με αίμα ελληνικό.
Στο ημερολόγιο του άρματος δεν γράφτηκε τίποτα για το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου 1973. Και υπήρχε καλός λόγος γι’ αυτό. Η αποστολή του ήταν υψίστης σημασίας για το συνωμοτικό καθεστώς, να τελειώνει μια και καλή με τη μαζική και δυναμική εκδήλωση της λαϊκής δυσαρέσκειας απέναντι στο Απριλιανό Πραξικόπημα που πέρασε στις συνειδήσεις του έθνους ως Εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Φοιτητές, σπουδαστές και δημοκρατικοί πολίτες κατέλαβαν το Πολυτεχνείο στις 14 Νοεμβρίου ως και τα ξημερώματα της 17ης του μηνός, όταν το τανκ γκρέμισε την πύλη του ιδρύματος και αμαύρωσε τη σύγχρονη ελληνική ιστορία.
Κι ενώ η ιστορία είναι πλέον γνωστή και καλά πιστοποιημένη από μαρτυρίες και οπτικοακουστικό υλικό, σπανίως λέγεται από τα στόματα των μαύρων πρωταγωνιστών της. Γιατί ντρέπονται προφανώς ή παραμένουν αμετανόητοι, σωστά «σταγονίδια» του καθεστώτος, βρίσκοντας τη θέση τους στο σύγχρονο ακροδεξιό τοπίο της χώρας.
Αν δεν υπήρχε μάλιστα ο φακός του φωτορεπόρτερ Αριστοτέλη Σαρρηκώστα να απαθανατίσει τη στιγμή της εισβολής του τανκ στο Πολυτεχνείο και το φιλμάκι του ολλανδού οπερατέρ Άλμπερτ Κουράντ να δώσει σάρκα και οστά στο γεγονός, οι χουντικοί και οι θιασώτες τους θα συντάσσονταν ακόμα με τις αρχικές δηλώσεις της αστυνομίας ότι «στο Πολυτεχνείο δεν συνέβη το παραμικρό».
Για κακή τους τύχη, οι φωτογραφίες του Σαρρηκώστα έκαναν τον γύρο του κόσμου λίγες μόλις ώρες μετά τα αιματηρά γεγονότα, μέσω του πρακτορείου Associated Press, κι έτσι έμαθε όλος ο πλανήτης τι είχε κάνει η Χούντα στον ελληνικό λαό.
Σήμερα θα ακούσουμε τι είχε να πει ο ίδιος ο οδηγός του τεθωρακισμένου άρματος, Α. Σκευοφύλαξ, που έσπειρε τον θάνατο στο Πολυτεχνείο. Είχε μιλήσει μία και μόνη φορά στον Κώστα Χατζίδη του «Βήματος» 30 χρόνια μετά τα γεγονότα. Μία φορά που έφτασε και περίσσεψε…
«Την ημέρα εκείνη ήμουν υπηρεσία. Στον στρατό είχα δέκα μήνες», ξεκινά την αφήγησή του ο έφεδρος στρατιώτης Α. Σκευοφύλαξ, «ήμουν εκπαιδευτής στο Κέντρο Τεθωρακισμένων στο Γουδή. Τότε οι ‘‘μαυροσκούφηδες’’ ήταν σώμα επιλέκτων. Πήγα εθελοντικά. Μόλις άρχισαν τα επεισόδια, μπήκαμε επιφυλακή.
‘‘Οι κομμουνιστές καίνε την Αθήνα’’ μάς έλεγαν και εμείς τους πιστεύαμε. Θυμάμαι στο στρατόπεδο κάποιοι είχαν ραδιοφωνάκια και ακούγαμε στα κρυφά τον σταθμό του Πολυτεχνείου. ‘‘Παλιοκομμούνια” θα καλοπεράσετε!’’, λέγαμε».
Κι έτσι κίνησαν για το Πολυτεχνείο διψώντας για αίμα, πιστοί στα κελεύσματα των χουντικών διοικητών τους: «Στη 1:15 το πρωί της 17ης Νοεμβρίου φτάσαμε στη διασταύρωση των λεωφόρων Αλεξάνδρας και Κηφισίας. Λίγο αργότερα διασχίζαμε την Αλεξάνδρας, όταν στο ύψος του IKA, στη στάση Σόνια, σταματήσαμε γιατί ο δρόμος ήταν κλειστός.
Υπήρχαν οδοφράγματα, φωτιές και ακινητοποιημένα λεωφορεία. Με διάφορες μανούβρες αριστερά δεξιά, μπρος πίσω, άνοιξα τον δρόμο και προχωρήσαμε».
Ο δρόμος ως το Πολυτεχνείο φάνταζε μακρύς: «Όταν φτάσαμε στη διασταύρωση της λεωφόρου Αλεξάνδρας και της οδού Πατησίων, μας έδωσαν εντολή να σταματήσουμε. Εκεί, στην πλατεία Αιγύπτου, μείναμε περίπου μία ώρα. Ο κόσμος θυμάμαι ότι μας φώναζε ‘‘είμαστε αδέλφια, είμαστε αδέλφια’’. Εγώ ήθελα να τους φάω. Τους έβλεπα σαν παράσιτα».
Την έξοδο των τανκς από το Γουδί πληροφορήθηκαν οι Αθηναίοι από τον εκφωνητή του Πολυτεχνείου, Δημήτρη Παπαχρήστο. Παρά τις παρεμβολές της ΚΥΠ, το ραδιόφωνο των εξεγερμένων φοιτητών θα μεταφέρει στους Αθηναίους τον ανατριχιαστικό συριγμό από τις ερπύστριες των αρμάτων μάχης.
Ο εκφωνητής απευθύνει έκκληση στα «στρατευμένα νιάτα» να μη χτυπήσουν: «Δεν θα χτυπήσουν τα παιδιά, τα αδέλφια μας οι φαντάροι, το φρούριο της ελευθερίας, το μόνο μέρος της Ελλάδας που είναι ελεύθερο. Δεν έχουμε όπλα. Προτάσσουμε μόνο ανοιχτά τα στήθη μας. Λαέ της Αθήνας, όλοι μαζί το σύνθημα: λαός και στρατός μαζί. Δεν θα χτυπήσει ο στρατός!»…
«Εκκένωσις του Πολυτεχνείου» ονομάστηκε σύμφωνα με τον οδηγό η επιχείρηση για να πνιγεί στο αίμα η εξέγερση. Τα 5 τεθωρακισμένα προωθούνται προς το Μουσείο και πλέον το ρολόι γράφει 2:00 τα ξημερώματα.
«Φτάνοντας μπροστά στην πόρτα, έστριψα το άρμα προς το Πολυτεχνείο, με γυρισμένο το πυροβόλο προς τα πίσω. Θυμάμαι ότι σηκώθηκα από τη θέση μου και εγώ και το άλλο πλήρωμα. Δεκάδες φοιτητές κρέμονταν από τα κάγκελα, ενώ εκατοντάδες βρίσκονταν στον προαύλιο χώρο. Έδειχναν πανικόβλητοι. Κι εγώ, να σκεφτείς, ότι τους έβλεπα σαν μαμούνια που ήθελα να τα φάω»!».
Ένα τέταρτο πριν από τις 3:00 το πρωί, οι στρατιωτικοί δίνουν ολιγόλεπτη προθεσμία στους φοιτητές να αποχωρήσουν από το Πολυτεχνείο, να παραδοθούν. Κάποιοι δοκιμάζουν να απασφαλίσουν την κεντρική πύλη, αλλά δεν τα καταφέρνουν. Είναι αυτό το «Μερτσέντες» που μπλοκάρει το άνοιγμά της. Ο επικεφαλής των τεθωρακισμένων εκνευρίζεται, ουρλιάζει: «Τσογλάνια, ρεζιλεύετε το στράτευμα!» και δίνει σήμα για την επέλαση του άρματος.
Συνεχίζει ο Σκευοφύλαξ: «Τότε ήρθε ο οδηγός εδάφους του άρματος και μου λέει: ‘‘Θα μπούμε μέσα, θα ρίξουμε την πύλη. Ετοιμάσου!’’. Πήρα θέση και ξεκίνησα. Δεν έβλεπα πολλά πράγματα, δεν είχα καλό οπτικό πεδίο, γιατί κοιτούσα πλέον από τη θυρίδα του άρματος. Δέκα εκατοστά πριν από την πόρτα, σταμάτησα. Σταμάτησα σκόπιμα. Αυτό φαίνεται στο βίντεο της εποχής. Στο φρενάρισμα οι φοιτητές τρομαγμένοι έφυγαν προς τα πίσω. Αν έμπαινα με ταχύτητα, θα σκότωνα δεκάδες άτομα που εκείνη τη στιγμή ήταν κρεμασμένα στα κάγκελα».
«H καγκελόπορτα έπεσε αμέσως. Πίσω από τη σιδερένια πύλη ήταν σταθμευμένο το Μερσεντές το οποίο είχαν βάλει εκεί οι φοιτητές για να φράξουν την είσοδο. Το έκανα αλοιφή. H αριστερή ερπύστρια το έλιωσε. Με το που έπεσε η πύλη του Πολυτεχνείου εισέβαλαν οι αστυνομικοί για να συλλάβουν τους φοιτητές. Λίγο αργότερα κατέβηκα και εγώ από το άρμα και μπήκα στον χώρο του Πολυτεχνείου. Δεν υπήρχε νεκρός. Θα μπορούσε όμως και να υπάρχουν νεκροί».
Στο εσωτερικό του Πολυτεχνείου επικρατεί πανδαιμόνιο. Κατατοπιστική είναι η περιγραφή που έδωσε ο εισαγγελέας Δημήτρης Τσεβάς στην έκθεση που συνέταξε το 1974 για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου:
«Έντρομοι και εμβρόντητοι οι σπουδασταί κυριεύονται από την ενώπιον του εσχάτου κινδύνου φοβεράν αγωνίαν. Υπό την πίεσιν πλήθους ανθρώπων καταρρίπτεται τμήμα των προς την οδόν Στουρνάρη κιγκλιδωμάτων. Και διά του δημιουργηθέντος ανοίγματος εξέρχονται οι σπουδασταί κατά μάζας. Νέον, όμως, δι’ αυτούς αρχίζει μαρτύριον. Ύβρεις κατ’ αυτών εκτοξεύονται και καταδιωκόμενοι βαναύσως κακοποιούνται».
Ο Σκευοφύλαξ επιβεβαιώνει: «Αστυνομικοί κυνηγούσαν και χτυπούσαν τους φοιτητές όπου τους έβρισκαν. Αν δεν ήταν οι Λοκατζήδες να τους σταματήσουν –θυμάμαι ότι πολλές φορές πιάστηκαν στα χέρια μαζί τους– δεν ξέρω και γω τι θα γινόταν».
Δεν είναι λίγοι οι στρατιώτες που προσπαθούν να σχηματίσουν έναν διάδρομο για να περάσουν ασφαλείς οι φοιτητές. Υπογραμμίζει σχετικά το πόρισμα Τσεβά:
«Έμπροσθεν μεν της πύλης του Πολυτεχνείου δημιουργείται διάδρομος υπό των στρατιωτών μέσω του οποίου διέρχονται οι εξερχόμενοι, κατευθυνόμενοι προς την οδόν Τοσίτσα, εντός δε του Πολυτεχνείου βοηθούν, προστατεύουν και εις τους ώμους των πολλούς αδυνάτους κρατούν διά να δυνηθούν να υπερπηδήσουν το υψηλόν κιγκλίδωμα. Και επεισόδια μεταξύ στρατιωτικών και αστυνομικών λαμβάνουν χώραν εν τη προσπαθεία των πρώτων να προστατεύσουν τους φοιτητάς από το διωκτικόν μένος των άλλων».
Εκατοντάδες φοιτητές ξεχύνονται στους γύρω δρόμους, τρέχουν να φύγουν, να γλιτώσουν τη ζωή τους, γίνονται όμως στόχος ελεύθερων σκοπευτών.
«Απομακρυνόμενοι όμως του Πολυτεχνείου αγωνιώδεις τούς αναμένουν εκπλήξεις. Από παντού τους καταδιώκουν και τους χτυπούν. Εις την γωνίαν των οδών Τοσίτσα και Μπουμπουλίνας άνδρες της ΚΥΠ εν πολιτική περιβολή τους χτυπούν ανηλεώς και πυροβολούν κατ’ αυτών, ενώ εις την ταράτσαν ενός των αυτόθι κτιρίων έχουν εγκαταστήσει πολυβόλον. Εις τας ταράτσας των γύρω κτιρίων επισημαίνονται ελεύθεροι σκοπευταί υπό του ιδίου Διευθυντού της Αστυνομίας να επιτελούν το φονικόν έργον των».
Το εισαγγελικό πόρισμα είναι καταπέλτης: «Ομάδες τραμπούκων και επικινδύνων τρωκτικών της γαλήνης του τόπου εκδηλώνουν το εγκληματικόν μένος των κατά των ατυχών σπουδαστών που κατά μάζας εξέρχονται του Πολυτεχνείου». Οι «τραμπούκοι» είναι «άνδρες της ΕΣΑ εν πολιτική περιβολή», οι οποίοι δεν διστάζουν να κακοποιήσουν ακόμη και πανεπιστημιακό γιατρό στη συμβολή των οδών Πατησίων και Στουρνάρη, ο οποίος, μαζί με τη σύζυγό του, είχε σπεύσει να βοηθήσει τους ανυπεράσπιστους φοιτητές.
«Εις το πανδαιμόνιον τούτο της εξόδου των φωνών, των κραυγών, των οιμωγών, των καταδιώξεων και των πυροβολισμών έπεσαν οι περισσότεροι εκ του πλήθους των τραυματιών».
Ο φαντάρος Σκευοφύλαξ είδε με τα μάτια του την κατάσταση που περιγράφει το πόρισμα Τσεβά μετά την εισβολή. Θυμόταν ακόμα, 30 χρόνια μετά, τον τρόμο που ακολούθησε από τις λυσσαλέες επιθέσεις των αστυνομικών.
«Στο προαύλιο του Πολυτεχνείου ήταν πολύ χτυπημένοι, θυμάμαι ότι είδα πολλούς τραυματίες, ενώ τρεις-τέσσερις ήταν σωριασμένοι κάτω, ακίνητοι. Δεν ξέρω αν ήταν νεκροί. Δεν κοίταξα να δω. Κάποια στιγμή ένας φοιτητής όρμησε κατά πάνω μου και μου είπε: ‘‘Τι κατάλαβες τώρα που μπήκες;’’.
Αφήνιασα. Έβγαλα το πιστόλι και προτάσσοντάς το γύρισα και του είπα ουρλιάζοντας: ‘‘Σκάσε, ρε κωλόπαιδο, μη σε καθαρίσω’’. Αυτός ο φοιτητής δεν ξέρει πόσο τυχερός στάθηκε εκείνη τη στιγμή… Αν έλεγε μια κουβέντα παραπάνω, θα τον σκότωνα! Τέτοιος ήμουν. Ένας φασίστας».
Οι φοιτητές δεν του φέρθηκαν βέβαια με τον ίδιο τρόπο, όπως μας λέει ο ίδιος: «Όπως περνούσαν οι φοιτητές, θυμάμαι ότι έριχναν μέσα στο τανκ πακέτα τσιγάρα και ό,τι προμήθειες είχαν μαζί τους. Όταν γυρίσαμε στο Γουδί, το άρμα έμοιαζε με περίπτερο. Όσο σκέφτομαι ότι οι φοιτητές μάς έδιναν σάντουιτς και τσιγάρα, μετά απ’ όσα τους κάναμε… δεν μπορώ να το συγχωρέσω αυτό το πράγμα στον εαυτό μου. Σκέφτομαι τι πήγα και έκανα…».
Όταν επέστρεψε στο Γουδί, στη βάση των Τεθωρακισμένων, ο Σκευοφύλαξ έγινε δεκτός με αλαλαγμούς και ζητωκραυγές. Ήταν το πρόσωπο της στιγμής, ο άνθρωπος που δίδαξε στα «παλιοκομμούνια» ένα πολύτιμο μάθημα.
«Όταν γυρίσαμε στο στρατόπεδο, έγινα ήρωας. Οι στρατιωτικοί μού έδιναν συγχαρητήρια. Τότε αισθανόμουν ότι ήμουν κάποιος, ότι έκανα κάτι καλό, κάτι μεγάλο. Είχα γίνει ο ήρωας που διέλυσε τους εχθρούς της πατρίδας, τα ‘‘παλιοκουμμούνια’’, όπως λέγαμε τότε τους φοιτητές. Αυτά μου έλεγαν, αυτά πίστευα. Ένιωθα περήφανος. Ήμουν και εγώ φασίστας».
Τριάντα χρόνια μετά, όταν η ζωή του δίδαξε το μόνο πραγματικό και πολύτιμο μάθημα που ξέρει, αυτό της επιβίωσης, ο πιστός φαντάρος άλλαξε ρότα.
«Είχαν μεγάλη ψυχή. Ήταν παλικάρια», έλεγε στη συνέντευξη του «Βήματος» ο 50άρης πια βιοπαλαιστής για τους φοιτητές, τους νέους και τους εργαζομένους που αγωνίστηκαν για την πτώση της Χούντας. «Ντρέπομαι γι’ αυτό που ήμουν, γι’ αυτό που έκανα».
Μετά τη Μεταπολίτευση, ο έφεδρος στρατιώτης A. Σκευοφύλαξ θα βρεθεί στα σύνορα. «Όταν απολύθηκα, όλα είχαν αλλάξει μέσα μου». Πολίτης πια, επέστρεψε στις δυτικές συνοικίες της Αθήνας, πλάι στους γονείς και τα δύο αδέλφια του, αναζητώντας τον επιούσιο.
«Στο μεροκάματο η ζωή μου άλλαξε 180 μοίρες. Έκανα όποια δουλειά μπορείς να φανταστείς. Εργάτης κατάλαβα ότι δεν μπορώ να έχω τα ίδια αιτήματα με τους εργοδότες. Εμένα που μου έμαθαν να μισώ τους κομμουνιστές, ψήφισα δύο φορές KKE»!
Μέσα στην ανωνυμία της πρωτεύουσας και τον μόχθο της καθημερινότητας, ο Σκευοφύλαξ ο φαντάρος χάθηκε. Μόνο μία φορά ήρθε σε δύσκολη θέση. «Στη δουλειά πριν από χρόνια κάποιος άκουσε πώς με λένε και με ρώτησε αν έχω κάποια σχέση με τον ‘‘πορτάκια’’, όπως είπε, του Πολυτεχνείου. ‘‘Ξάδελφός μου είναι, μακρινός. Σκοτώθηκε σε τροχαίο’’ απάντησα».
Και καταλήγει: «Είμαι ένα άνθρωπος που δεν υπήρξε ποτέ 20 χρονών. Ο έφεδρος στρατιώτης A. Σκευοφύλαξ σκοτώθηκε σε τροχαίο! Οι φίλοι μου δεν ξέρουν ποιος είμαι ούτε κανείς στη γειτονιά. Μόνο η γυναίκα μου το ξέρει. Της το είπα ύστερα από χρόνια. Στα παιδιά μου δεν το είπα ακόμη».
Ο οδηγός του τανκ ήρθε σε επαφή με την αμείλικτη φύση της ζωής και άφησε την ακροδεξιά ρητορεία εκεί που της πρέπει, στα άχρηστα της Ιστορίας. Η ιστορία του, τμήμα της συλλογικής Ιστορίας του τόπου μας, παραμένει φάρος πως ακόμα και οι παραπλανημένοι της δικτατορίας μπορούν να αλλάξουν.
«Δεν ξέρω αν έχει νόημα, αλλά θα ήθελα να τους πω μια μεγάλη συγγνώμη», κατέληξε στην ιστορική συνέντευξή του. Πάντα έχει νόημα μια συγγνώμη…